Όταν κάνεις πρόποση και τσουγκρίζεις τα ποτήρια, είναι μεγάλη κακοτυχία να πιεις πριν σταματήσει ο ήχος του τσουγκρίσματος. | When you toast and clink glasses, it's crazy bad luck to drink before the glass stops ringing. |
Είναι πολύς καιρός για να τσουγκρίζεις ποτήρια. | Five year? It's a long lease for the clinking of pewter. |
Είναι πραγματικά κακή τύχη να μη τσουγκρίζεις το ποτήρι σου. | It's actually bad luck not to clink glasses. |
Όχι, κοίτα με στα μάτια καθώς τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας. | No, look into my eyes as we clink glasses. |
Όταν βλέπω ταινίες ή τηλεοπτικά σόου όπου δειίχνει ανθρώπους στο γραφείο να έχουν μία δυναμική επαγγελματική συνάντηση και να τσουγκρίζουν | When I see movies or TV shows where there's people in an office having a power meeting and they're --clink clink-- |