Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Τρυπιέμαι (trot) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
τρυπιέμαι
τρυπιέσαι
τρυπιέται
τρυπιόμαστε
τρυπιέστε
τρυπιούνται
Future tense
θα τρυπηθώ
θα τρυπηθείς
θα τρυπηθεί
θα τρυπηθούμε
θα τρυπηθείτε
θα τρυπηθούν
Aorist past tense
τρυπήθηκα
τρυπήθηκες
τρυπήθηκε
τρυπηθήκαμε
τρυπηθήκατε
τρυπήθηκαν
Past cont. tense
τρυπιόμουν
τρυπιόσουν
τρυπιόταν
τρυπιόμαστε
τρυπιόσαστε
τρυπιόνταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
-
-
Perfective imperative mood
τρυπήσου
τρυπηθείτε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

τραβιέμαι
passive of τραβάω ‎(traváo)

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'trot':

None found.