Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Τριπλασιάζω (creak) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
τριπλασιάζω
τριπλασιάζεις
τριπλασιάζει
τριπλασιάζουμε
τριπλασιάζετε
τριπλασιάζουν
Future tense
θα τριπλασιάσω
θα τριπλασιάσεις
θα τριπλασιάσει
θα τριπλασιάσουμε
θα τριπλασιάσετε
θα τριπλασιάσουν
Aorist past tense
τριπλασίασα
τριπλασίασες
τριπλασίασε
τριπλασιάσαμε
τριπλασιάσατε
τριπλασίασαν
Past cont. tense
τριπλασίαζα
τριπλασίαζες
τριπλασίαζε
τριπλασιάζαμε
τριπλασιάζατε
τριπλασίαζαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
τριπλασίαζε
τριπλασιάζετε
Perfective imperative mood
τριπλασίασε
τριπλασιάστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'creak':

None found.