Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Τρικυμίζω (creak) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
τρικυμίζω
τρικυμίζεις
τρικυμίζει
τρικυμίζουμε
τρικυμίζετε
τρικυμίζουν
Future tense
θα τρικυμίσω
θα τρικυμίσεις
θα τρικυμίσει
θα τρικυμίσουμε
θα τρικυμίσετε
θα τρικυμίσουν
Aorist past tense
τρικύμισα
τρικύμισες
τρικύμισε
τρικυμίσαμε
τρικυμίσατε
τρικύμισαν
Past cont. tense
τρικύμιζα
τρικύμιζες
τρικύμιζε
τρικυμίζαμε
τρικυμίζατε
τρικύμιζαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
τρικύμιζε
τρικυμίζετε
Perfective imperative mood
τρικύμισε
τρικυμίστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'creak':

None found.