Μια φορά γεννήθηκα να είμαι κακός Συνήθιζα να τουρτουρίζω σαν και σένα | I once was born to be bad I used to shiver like that |
Στέκεσαι γυμνή και τουρτουρίζεις. | All that remain is a cold and shivering being. |
Σταμάτα να τουρτουρίζεις σαν κορίτσι, 'νταμ, δεν έχει και τόσο κρύο έξω. | stop shivering like a girl,adam, it's not even that cold out. |
Συνέχισε να τουρτουρίζεις. | Just keep shivering. Keep shivering. |
Θυμήθηκε γιατί ήθελε να σηκωθεί και σηκώθηκε από το κρεβάτι... πολύ απαλά... τουρτουρίζοντας έβαλε το φόρεμα και τις κάλτσες της. | She remembered why she'd wanted to wake up and got out of bed very softly shivering and pulling on her dress and her stockings. |