Μην τορπιλίζεις την ενημέρωσή μου. | Don't torpedo my briefing. |
Πρέπει να το ξεπεράσεις, αντί να τορπιλίζεις τις δουλειές μας από ζήλια. | You need to get over it instead of torpedoing our jobs out of spite. |
Πίστευα ότι δικαζόταν το λάθος άτομο, οπότε τορπίλισα τον Κουήγκ. | I thought the wrong man was on trial, so I torpedoed Queeg for you. |
Με τορπίλισε, αρχηγέ. | He torpedoed me, Chief. |
Έλεγχα τον ήχο... Το τελευταίο που θυμάμαι ήταν ότι σκεφτόμουν ότι μας τορπίλισαν. | I was running a sound check, and the last thing I remember was thinking maybe we'd been torpedoed. |
Έναολλανδικόπλοίο είχε σταματήσει... καιπροσπαθούσε να περισυλλέξει επιζήσαντες... κιενώτο έβλεπα και προσπαθούσα να σκεφτώ... τινακάνωγι' αυτό, το τορπίλισαν κι αυτό. | A Dutch ship had stopped and was attempting to pick up surVivors, and whilst l actually watched her doing this and was considering what to do about it, she also herself was torpedoed. |
Από αυτό τορπίλισαν το σκάφος του Γκόρκον. | - She torpedoed Gorkon's ship. |
Οι Βρετανοί, με κάτι παλιά διπλάνα τορπίλισαν τρία ιταλικά θωρηκτά στον Τάραντα. | The British, flying some old biplanes torpedoed and sank three Italian battleships at Taranto. |
Και, κυρία μου, θα φαινόσασταν ωραία αν σας είχαν τορπιλίσει δύο φορές; | And, Ma'am, would YOU look nice If you had been torpedoed twice? |
Το είχαν τορπιλίσει οι Γερμανοί. | - That's correct. - It was torpedoed by a German U-boat. |