- Μη με ταρακουνάς ξανά, θα ξεράσω. | - Oh, don't shake me again, l'm gonna boot. |
Έτσι το παίζεις. το ταρακουνάς. το κουνάς, ξέρεις. | That's how you play. You jiggle it. You shake it, you know. |
Όσο λιγότερο την ταρακουνάς, τόσο το καλύτερο. | The less we shake it up, the better. |
Αγάπη μου, έτσι ταρακουνάς εσύ τα πράγματα; | Honey, this is how you shake things up? |
Αν αργεί, το ταρακουνάς. | If it goes on too long, give it a shake. |
Ο παραλίγο σκοτωμός, σε ταρακουνά, όσο εμπειρία κι αν έχεις. | Nearly getting killed shakes you up, no matter how much experience you have. |
Ο χρόνος είναι γιατρειά και κάτι ταρακουνά τα ξεχασμένα. | Time can heal, and something shakes a memory loose. |
Μην ταρακουνάτε το αεροπλάνο. | Don't shake the plane. |
"Άνεμοι ταρακουνούν τα μπουμπούκια του Μαΐου και το καλοκαίρι..." | Rough winds do shake the darling buds of May, And Summer's lease hath all... |
"Βίαιοι άνεμοι ταρακουνούν τα αξιαγάπητα μπουμπούκια του Μαΐου." | "Rough winds do shake the darling buds of May, |
Ή σε ταρακουνούν στη ντίσκο, ή σε συγκλονίζουν στο κρεβάτι! | Either you shake it up at the disco... or in bed! |
Όλοι έχουμε ανθρώπους από το παρελθόν που μας ταρακουνούν. | We all got people from our past we need to shake. |
Λοιπόν, κάτι τέτοιες μέρες πραγματικά ταρακουνούν... Ρέιτσελ. | Well, days like these can definitely shake your faith... |
Είναι, επίσης, τσαντισμένη επειδή ταρακούνησα τον Stewie και τώρα αυτός περπάτάει παράξενα. | She's also mad 'cause I shook Stewie and now he's walking weird. |
Εγώ ήμουν αυτός που την ταρακούνησα (αισθήματα). | I shook her up. |
Ναι, το ταρακούνησα. | Yeah, I shook it, I shook it. |
Την ταρακούνησα αλλά δε μιλάει. | I shook, but she's not spilling. |
Την ταρακούνησα, της φώναξα, αλλά δε φάνηκε να έχει αποτέλεσμα. | I shook her, and I yelled at her, and it didn't seem to have any effect. |
- Την ταρακούνησες. | You shook her. |
Αν και άκουσα πως τον ταρακούνησες και τον χαστούκισες επανειλημμένα. | Although I did hear you shook and slapped him repeatedly. |
Απλά τον ταρακούνησες πολύ επειδή δεν σου έλεγε. | You just shook him too hard. |
Κάτι ταρακούνησες. | You shook something loose. |
- Εγώ της χρωστάω. Η Κιμ μάς ταρακούνησε για τα καλά, ε; | - Kim really shook us up, didn't she, Molly? |
Όταν τελείωσε, με ταρακούνησε και μου είπε κάτι σαν: | When he was done, he shook me... and said something like... |
Όχι. Αλλά ό,τι και να ήταν, τον ταρακούνησε. | But whatever it was, it shook him up. |
Αυτή είναι η ιστορία που ταρακούνησε για τα καλά τα θεμέλια αυτού του μυστικοπαθή κόσμου. | This is the story that shook the very foundations of this secretive world. |
Αυτή η απαγωγή σήμερα το πρωί τον ταρακούνησε για τα καλά. | That kidnapping this morning really shook him up. |
Έτσι, σε ταρακουνήσαμε με τα κρυμμένα χρυσά μήλα. | "So we shook you up with the hidden gold apples..." |
Ήμασταν σκληροί τότε παλιά, ταρακουνήσαμε πολλούς, κάναμε πολλές συλλήψεις, αλλά ήμασταν απλά αστυνομικοί περιπολίας: | We pushed it hard back then, shook a lot of people, made a ton of arrests, but we were just street cops; |
Τέλος πάντων, ο προηγούμενος ομολόγησε αφού τον ταρακουνήσαμε λίγο. | So anyway, the ex confessed after we shook him a little. Great. |
Τους ταρακουνήσαμε λίγο. | Well, I guess we shook them up a little. |
Τους ταρακουνήσαμε λιγάκι. | Well we shook them up a little bit. |
Είπε, και σας το μεταφέρω, όταν πεθάνω, θέλω να ταρακουνήσετε τις στάχτες μου όπου ταρακουνήσατε τον κόσμο μου. | He said, and I quote, when I die, I want you to shake my ashes where you shook my world. |
Τα σεισμικά κύματα ταξίδεψαν και βρέθηκαν ταυτόχρονα στην άλλη πλευρά του πλανήτη και πραγματικά ταρακούνησαν την επιφάνεια. | The seismic waves, the shock waves from this thing travelled and they concentrated simultaneously around the other side of the planet and literally shook apart the surface. |
- Τον ταρακουνούσα. | I was shaking him loose. |
Γυρίστε τους το μέσα έξω και ταρακουνήστε τους. | Turn 'em upside down and shake them. |
Ξυπνήστε τον, ταρακουνήστε τον! | Wake him up, shake him up. |
Θα ταρακουνήσει την υπόθεση μου για τα καλά. | This bint's really shaken up my case for parole. |
Μπορεί να σε ταρακουνήσει πολύ αυτό το πράγμα. | You can get really shaken up with that thing. |
Ο βίαιος θάνατος της 17χρονης Τέιλορ Φίσερ... έχει ταρακουνήσει την πόλη του Γκρίζλι Λέικ. | The violent death of 17-year-old Taylor Fisher has shaken the town of Grizzly Lake. |
Ο πόλεμος στην Αφρική τον είχε ταρακουνήσει και τον είχε θυμώσει. | The African war had shaken him up and made him angry. |
Πιστεύω ότι θα το είχα ταρακουνήσει αυτό το μέρος. | I feel like I could have really shaken up that place. |
Νίκησε το Σατανά, ταρακουνώντας τα όρη. | He threw down Satan, shaking the mountains. |
Στον ήχο του ονόματός του ο γέρος ήταν τόσο εξοργισμένος ώστε χτύπησε το πόδι του, ταρακουνώντας ολόκληρο το βασίλειο, έσπασε στα δύο και εξαφανίστηκε. | "At the sound of his own name "the old man was so furious "that he stamped his foot, shaking the entire kingdom, |