Το λέω μόνο για να τους ταράζω. | I only say that to agitate them. |
- Μη τον ταράζεις. | Do not agitate him. |
Μην με ταράζεις. | Don't agitate me. |
Μην τους ταράζεις! | Don't agitate them! |
Επειδή η παρουσία των γονιών της την ταράζει... προτείνουμε να μην τους δει για λίγο καιρό. | - Okay, she's asleep. Since the presence of her parents agitates her... we suggest she doesn't see them for awhile. |
Και τίποτα δε με ταράζει όπως μία επίσκεψη σε νοσοκομείο. | And nothing agitates me more than a hospital visit. |
Μια μεγάλη ιδέα αναπηδά από την ψυχή ενός άνδρα, ταράζει όλη του την οντότητα, τον μεταφέρει από την άγνοια του σήμερα στην αίσθηση του μέλλοντος μέσα σε μια στιγμή. | A great idea springs up from a man's soul, agitates his entire being, transports him from the ignorant present and makes him feel the future in a moment. |
-Παρακαλώ, μην τον ταράζετε... | - Please, don't agitate him... |
Μην τις ταράζετε. | We don't want to agitate them. |
Τον τάραξε. | She's agitated him. |
Αν την ταράξει περισσότερο; | What if that makes her more agitated? |