Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Σφουγγαρίζομαι (usurp) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
σφουγγαρίζομαι
σφουγγαρίζεσαι
σφουγγαρίζεται
σφουγγαριζόμαστε
σφουγγαρίζεστε
σφουγγαρίζονται
Future tense
θα σφουγγαριστώ
θα σφουγγαριστείς
θα σφουγγαριστεί
θα σφουγγαριστούμε
θα σφουγγαριστείτε
θα σφουγγαριστούν
Aorist past tense
σφουγγαρίστηκα
σφουγγαρίστηκες
σφουγγαρίστηκε
σφουγγαριστήκαμε
σφουγγαριστήκατε
σφουγγαρίστηκαν
Past cont. tense
σφουγγαριζόμουν
σφουγγαριζόσουν
σφουγγαριζόταν
σφουγγαριζόμαστε
σφουγγαριζόσαστε
σφουγγαρίζονταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
σφουγγαρίζου
σφουγγαρίζεστε
Perfective imperative mood
σφουγγαρίσου
σφουγγαριστείτε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'usurp':

None found.