Μπεθ, μπορεί να μετανιώσω που θα το πω αυτό, αλλά πώς τολμάς να σφετερίζεσαι την εξουσία μου σαν παραγωγός... σκηνοθέτρια/χορογράφος του σόου ταλέντων; | Beth, I may regret saying this, but how dare you usurp my authority as producer... Director/choreographer of the talent show? |
Κανένας δεν σφετερίζεται την δύναμη του Τέραξ. | No one usurps Terrax's power. |
αλλά χωρίς να σφετεριζόμαστε το νόμο. | But that doesn't mean we start usurping the law. |
Συνήθως πιάνει μέχρι που οι "μη-έχοντες" σφετερίζονται τους "έχοντες". | Usually works until the "have-nots" usurp the "haves. " |
Όταν με πρόδωσες και σφετερίστηκες τον θρόνο με τον Μίνωα, τον πήγα κάπου ασφαλές, όπου δεν θα τον έβρισκες ποτέ. | When you betrayed me and usurped the throne with Minos, I took him somewhere he would be safe, where you would never find him. |
Και μετά μας σφετερίστηκες όταν νικάγαμε. | And then usurped us once we had them back! |
- Ο Μίνωας σφετερίστηκε το θρόνο. | Ariadne's father usurped the King. |
- Ποιος το έκανε; Ποιος με σφετερίστηκε; | Who has usurped me? |
Ήταν θαύμα που άντεξε τόσο... αυτός που σφετερίστηκε τη ζωή του. | The wonder was he hath endured so long... he but usurped his life. |
Αυτός ο άντρας σφετερίστηκε την εξουσία. Αγνόησε τούς κανονισμούς και τις διαταγές μου. | This man usurped authority, disregarded procedures and ignored my personal directives all week. |
Δεν με ενδιαφέρει ο τζόγος αλλά για μια γυναίκα που σφετερίστηκε τον σύζυγό της. | I don't care about gambling. I care that a woman usurped her husband. |
'ρπαξαν τα πάντα, κατέλαβαν, σφετερίστηκαν, κι εσύ είσαι ο τελευταίος τροχός σ' αυτό το σπίτι. | They seized everything, conquered, usurped, and you are the ultimate cripple in that house. |
Τώρα, Ντίγκερ, μπορώ να σου αναφέρω περίπου δέκα υποθέσεις όπου οι τοπικές αρχές σφετερίστηκαν από μία ανοικτή ομοσπονδιακή έρευνα. | Now, digger, I can cite you a dozen caseswhere the local authority was usurpedby an ongoing federal investigation. |
Έχει σφετεριστεί το στέμμα μου. | He has usurped my crown. |
Όχι να σφετεριστεί από κάποιο ηλίθιο έφηβο, τόσο αδιάφθορο που δε θα χύσει το αίμα των εχθρών του ακόμα κι όταν είναι απαραίτητο. | Not usurped by some idiot teenage boy, so incorruptible, he won't shed the blood of his enemies even when justified. |
Όχι, ακόμα και το όνομα που δόθηκε σε μένα στην κολυμβήθρα θ σφετεριστεί. | No, not that name was given me at the font, But 'tis usurped |
Βον Ντουμ, έχεις σφετεριστεί ένα κατασκεύασμα που είναι δικαιωματικά δικό μου. | Red Skull: Von Doom, you have usurped an artifact that is rightfully mine. |
Δεν είναι εύκολο, για το γόητρό μας, να μας σφετεριστεί ξαφνικά... | I mean, for our pride to suddenly be usurped by-- |