"Παλαιότερες δηλώσεις μου ότι σε συμπαθώ ήταν ψευδείς." | 'Past instances in which I professed to like you were fraudulent.' |
'Η γιατί νομίζω πως άρχισα να συμπαθώ κι άλλο μέλος των Στέρνγουντ. | Or because I think I'm beginning to like another one of the Sternwoods. |
'ρχισα να συμπαθώ την Καόρι. | I grew to like Kaori. |
- Ή απλώς θες να σε συμπαθώ; | Or do you just need me to like you? |
'κου, ξέρεις ότι δεν σε συμπαθώ και ξέρω ότι δεν με συμπαθείς αλλά χρειάζομαι τη βοήθειά σου. | Look, I... You know that I don't like you, and I know that you don't like me, but I need your help. |
'κου, συμπαθείς τα ζώα; | Did you say forty acres? Listen, do you like animals? |
'ρα εσύ δε με συμπαθείς. | So you don't like me. |
- Tον συμπαθώ. Μπορεί να τον συμπαθείς, αλλά μετά θα μείνεις έγκυος, θα έχεις τεράστιους γοφούς, και θα κάνεις ένα μωρό με τον Lavantino, και θα είσαι εξαρτημένη από τα Weight watchers, σκύλα. | You may like him, but then you end up pregnant with, like, trucker hips, and you have a baby with Billy Lavatino, and you're addicted to Weight Watchers, you little bitch. |
"Δεν σε συμπαθεί κανείς." | "Nobody likes you, Shirley." |
"Κανείς δεν σε συμπαθεί". Κατάλαβα, μπαμπά. | "Nobody likes you." [ Chuckles ] I get it, dad. |
"Υστερόγραφο:" "Κανείς δεν συμπαθεί τους οφειλέτες, οπότε καλύτερα να υπακούς στις διαταγές μου!" | No one likes a debtor so it's better if my orders are obeyed" |
'Όλως παραδόξως, ό Φρέχερ σε συμπαθεί. | Regardless, the Freiherr likes you. |
"Γουόλι δεν σε συμπαθούμε." Και υπέγραψαν όλοι. | "Wally, we don't like you." And they all signed it. |
"Και αυτή η ευσπλαχνία θα πρέπει να επεκταθεί πέρα από τους φίλους μας, την οικογένειά μας και τους ανθρώπους που συμπαθούμε. | And our compassion should extend beyond our friends and family and the people we like. |
"Κεν, σε συμπαθούμε. | "Ken, we like you. |
- Όλοι τον συμπαθούμε. | - We all liked Mr. Merriam too. |
"Με συμπαθείτε ακόμη; | "Do you guys still like me? |
'Ετσι νομίζω. Νομίζω πως τους συμπαθείτε, τέτοιους ανθρώπους. | I think you kind of like men like that. |
- Γιατί δεν με συμπαθείτε; | Why don't you like me? |
- Γιατί δεν την συμπαθείτε; | Why don't you like her? |
"Δεν μπορείς να αναγκάσεις τα παιδιά να παίξουν μεταξύ τους... "...και να συμπαθούν το ένα το άλλο". | "You can't force children to play with each other and like each other." |
'Ολοι με συμπαθούν. | Everybody likes me. |
'Ολοι συμπαθούν τους αστείους, μα δεν τους δανείζουν λεφτά. | Money is to pass. Be quiet, fine and serious. Everybody likes a kidder but nobody lends them money. |
'Οσο μεγαλώνεις, τόσο λιγότερο σε συμπαθούν οι άνθρωποι. | The more you're grown up, the less people like you. |
"Στην πραγματικότητα συμπάθησα τον Gus την πρώτη φορά." | 'I actually liked Gus at first sight.' |
'λλωστε ποτέ δεν σε συμπάθησα. | I never liked you, anyway. |
'λλωστε ποτέ δεν το συμπάθησα αυτό το μικρό ξωτικό. | I never liked that little troll. |
- Nαı, ποτέ δεv τοv συμπάθησα. | Yeah, I never really liked him, actually. |
'Ετσι, συμπάθησες τον μικρό κλόουν τόσο πολύ, που πίστεψες ότι είναι αληθινός. | So, Morty, you actually liked the little clown enough to take him at face value. |
- Απ'την αρχή δεν τον συμπάθησες. | -You haven't liked him... -...from the moment you met. |
- Καμία δεν συμπάθησες. | You haven't liked any of the women you've roomed with. |
- Ποτέ δε συμπάθησες κανέναν. | - You have never liked anyone. |
- Δε με συμπάθησε ποτέ. | - She never liked me. |
- Λες να με συμπάθησε; | I think she liked me. |
- Μία με συμπάθησε. - ΄Ησουν πιωμένος. | - Well, that one liked me. |
- Ναι, ποτέ δε τους συμπάθησε. | - Yeah, he never liked them. |
Όχι πολύ, αλλά συμπαθήσαμε ο ένας τον άλλο από την αρχή, έτσι Ρικάρντο? | Not really, but we liked each other from the start, eh Riccardo? |
Αλλά τους συμπαθήσαμε, σωστά; | But we rather liked them, didn't we? |
Γκρεγκ ... Ποτέ δε συμπαθήσαμε ο ένας τον άλλο, έτσι; | Craig, i've... well, we never really liked each other, did we? |
Η αστυνομία τον απέκλεισε σύντομα, αλλά ποτέ δεν τον συμπαθήσαμε. | The police ruled him out early on... but we never liked 'im. |
- Γιατί ποτέ δεν με συμπαθήσατε. | -Because you've never liked me. |
-Εσείς τον συμπαθήσατε; | -How did you like him? -I liked him very much, indeed. |
Εσείς οι δύο ποτέ δε συμπαθήσατε ο ένας τον άλλον. | You two never liked each other. |
Και δεν θα μπορούσα να θυμηθώ ποιο ένα συμπαθήσατε. | And I couldn't remember which one you liked. |
- Όχι, ποτέ δεν με συμπάθησαν. | - They never have liked me. |
- Λες να μας συμπάθησαν; | - Do you think they liked us? |
- Οι φίλοι μου σε συμπάθησαν πολύ. | - My friends really liked you. |
- Ξέρεις. Τον είχα συμπαθήσει. | - You know, I rather liked him. |
O πατέρας μoυ θα σε είχε συμπαθήσει. | My father would have liked you. |
Ήθελα να με συμπαθήσει το αφεντικό μου. | I, of course, wanted to be liked by my boss. |
Ήξερες πολύ καλά, πως τον είχα συμπαθήσει τον Σιγκβέ. | Du wusste sehr gut, das ich habe Sigve gut geliked. |