Δε θέλω να συμμετέχω. | I don't want to participate. |
Είναι $1.000 για να συμμετέχεις στο γεγονός. | It's $1,000 to participate in events. |
Πρέπει να συμμετέχεις στην ομάδα. | You have to participate in group. |
Σήμερα σας καλωσορίζουμε την πρώτη ομάδα ανθρώπων που επιλέχτηκαν για να συμμετέχουν στο πρόγραμμα "Ζω στο σκάφος". | Today we welcome you, the very first group of humans... selected to participate in our Live Aboard Program. |
Παλιά, οι γυναίκες δεν μπορούσαν να συμμετέχουν σε πολλά πράγματα... όπως ήταν το χτίσιμο ενός σπιτιού ή το σκάψιμο ενός πηγαδιού. | In the old days, women were not allowed to participate in many things such as building a new house or digging a new well. |
Σήμερα καλωσορίζουμε εσάς, την πρώτη ομάδα ανθρώπων, που επιλέχθηκαν να συμμετέχουν στο πρόγραμμά μας "Ζω στο σκάφος". | Today we welcome you, the very first group of humans selected to participate in our "Live Aboard" program. |
Όταν ήμουν στο Ελ Σαλβαδόρ, υπήρχε ένας γιατρός που μπορούσε να διατάζει γυναίκες να συμμετέχουν σε τελετές εξαγνισμού. | When I was in El Salvador, there was a medicine man who would charge women to participate in his purification ritual. |
Η εμπειρία δεσίματος πιάνει μόνο αν συμμετέχουν όλοι. | The bonding experience only works if everyone participates. |
ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΒΑΝΤΕΡΒΕΡΓΚ 82η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία Ειδοποιησα το αρχηγειο και μετα την ενημερωση σήμερα όλο το στράτευμα θα συμμετάσχει σε γυμνάσια. | All troops will participate in ground tactics and deployment. |
Η τάξη μας θα συμμετάσχει στο ετήσιο γκραν-πρι ρομποτικών αμαξιών. | Our class will participate in the annual ro-boxcar grand prix. |
Κανείς υπό τις διαταγές μου δε θα συμμετάσχει, με κανέναν τρόπο. | No members of my command will participate in any way whatsoever. |
Ναι... η Γερμανία θα συμμετάσχει. | Ja, yeah, Germany will participate. |
Ναι, θα συμμετάσχουμε στην σκυταλοδρομία. | Yes, we will participate in the relay. |
Οι μαμάδες αρχηγοί θα συμμετάσχουν στην πρόκληση και είναι υπεύθυνοι για την ασφάλεια και την καθοδήγηση των κοριτσιών τους. | Team Moms will participate in the mountain challenge and are responsible for their girls' safety and conduct. |
Αλλά δεν αποφοιτήσατε ακόμη. Εδώ έχουμε ακόμη μάθημα, κι όλοι θα συμμετάσχουν. | This is still a class, and everyone will participate. |
- Όλοι θα συμμετάσχουν σε σε εκπαιδευτικά προγράμματα, από την αρχή του άλλου μήνα. | - Every one will participate in education sessions starting in the next month. |
Δεν μπορώ να θυμηθώ αν αυτό μου θυμίζει παλιά ταινία με ληστεία που είδα ή παλιά ληστεία στην οποία συμμετείχα. | I can't remember if this reminds me of an old heist movie I saw on an old heist I actually participated in. |
Παρόλο που δεν συμμετείχα ποτέ σ' ένα τέτοιο συμβάν βρίσκομαι εδώ για να εκτελέσω κάτι για το οποίο έχω εκπαιδευτεί κι έχω άδεια να εκτελώ. | While I have never participated in nor witnessed such an event, I am here at the behest of the court to perform a function for which I have been trained and am licensed to perform. |
Θυμάμαι τί μου είχες πει ότι συμμετείχες σε εικονικές εκτελέσεις. | I remember what you said to me that you had participated in mock executions. |
Άρα συμμετείχες στις διαρρήξεις. | So you participated in these burglaries. |
Παρατήρησα ότι δεν συμμετείχες ακόμη. | I've noticed that you have not participated yet. |
Κ. Σλόαν, πριν από τέσσερις μήνες πρόδωσες την υπηρεσία και συμμετείχες σε μια συνομωσία που προκάλεσε τους θανάτους χιλιάδων ανθρώπων στην Σοβόγκντα. | Mr. Sloane, four months ago you betrayed your agency and participated in a conspiracy that caused the deaths of thousands of people in Sovogda. |
Είναι... μέρος ενός παιχνιδιού; Κάιλα, υπήρχε κάποιο άλλο παιχνίδι στο οποίο σε έβαλε συμμετείχες; | Kayla, was there any other games he had you participate in? |
Υποτίθεται ότι θα συμμετείχε. | He's supposed to participate in this. |
20 λεπτά στην τηλεόραση, και ο κόσμος θα μάθει πως αυτό το γλυκό κοριτσάκι ποτέ δεν θα συμμετείχε σε μια τέτοια βδελυρή επιχείρηση. | 20 minutes on TV and the world will know that this sweet, young girl... would never participate in such a foul, foul enterprise. |
Αλλά το θέμα είναι ότι το Ιαπωνικό Εμπορικό Επιμελητήριο στη Φοσάν δεν συμμετείχε στην υπόθεση του Βορειο-Ανατολικού. | But the thing is, the Japanese Chamber of Commerce in Foshan did not participate in the North-Eastern affair |
Ο οποίος συμμετείχε, έβαλε δικό του άνθρωπο... τον χρησιμοποιούσε για δικούς του σκοπούς. | Who, in fact, actively participated, put his own man at the helm, using him to service his own agenda... |
Όποια απιστία στην οποία μπορεί να συμμετείχε η πελάτις μου από νομική σκοπιά, ακυρώθηκε απ' τη σχέση του πελάτη σας με την κυρία Ντέιβις. | Any infidelities my client may have participated in, from a legal standpoint, was voided by your client's affair with Ms. Davis. |
Θα μας σέβονταν περισσότερο αν δεν συμμετείχαμε... | They'd respect us more if we didn't participate |
Όσο σχολιαστές τέχνης έρχονται σε αντιπαράθεση, αναμφισβήτητα το είδαν παγκοσμίως 1,3 δισ. τηλεθεατές. Ήταν ένα συμβάν όπου όλοι συμμετείχαμε. | 'While cultural commentators debate its significance, 'with a global audience of 1.3 billion, 'it was an event in which we all participated. |
Όταν συμμετείχαμε, ήταν κατ' επίφαση. | Every time we participated, it was a pretence. |
Ίσως να ένιωθε καλύτερα ,αν μέναμε και εμείς και συμμετείχαμε.. | Maybe it'd make her feel better if we stick around and participate. |
Και ως πιλότοι, αστροναύτες... συμμετείχαμε σε όλα αυτά τα πράγματα... μαζί με τη διοίκηση και τους μηχανικούς. | And as pilots, astronauts, why, we participated in all of these things, along with management and the engineers. |