Με συμβουλεύεις; | You advise me? |
Είσαι ο δικηγόρος μου, και με συμβουλεύεις να κάνω αυτό. | You're my lawyer, so advise me what to do. |
Δηλαδή με συμβουλεύεις να αρχίσω να μελετάω για να γίνω ηθοποιός, σοβαρή ηθοποιός; | So you advise me to begin studying to become an actress, a serious actress? |
Με συμβουλεύεις να απαντήσω σε μια τέτοια ερώτηση; | Would you advise me to answer a question like that? |
Νόμιζα πως ήταν να συμβουλεύεις... | I thought your job was to advise them- |
Αν ο σερ Χάμφρι συμβουλεύει κάτι, η συμβουλή είναι συμβουλευτική. | I'm sure if Sir Humphreyadvises something, then, whateverhe does adviseis advisable. |
Σας συμβουλεύουμε να κάνετε αίτηση στην αρμόδια Αρχή. | We advise you to apply to the authority concerned. |
Γι"αυτό, σας συμβουλεύουμε θερμά, σερ 'Αρθουρ... 'Ολοι οι ξένοι κάτοικοι, και οι διπλωμάτες... πρέπει να φύγουν από το Πεκίνο μέσα σε 24 ώρες. | Therefore we earnestly advise you, Sir Arthur that all foreign residents, including diplomatic personnel, should leave Peking within twenty-four hours. |
Αλλά, βλέπετε, κύριε... Εμείς οι Γερμανοί είμαστε εδώ σαν σύμβουλοι, έτσι συμβουλεύουμε. | But, you see, sir... we Germans are here to advise, so we advise. |
Σε συμβουλεύουμε, Macci. | We advise you, Macci. |
Σας συμβουλεύουμε να αφήσετε τον Αρχάνις, ή ετοιμαστείτε να αντιμετωπίσετε τις συνέπειες. | We advise the Federation to leave Archanis or prepare to face the consequences. |
Μας συμβουλεύουν να μειώσουμε τη ταχύτητα επειγόντως. | They urgently advise reducing speed. |
Θα προτιμούσα να με συμβουλεύουν για την επιλογή του πατέρα τους. | I think I would be better advised in the choice of who was to be their father. |
Ανθρώπους που τους συμβουλεύουν... | People who advise the -- |
Μας συμβουλεύουν να φύγουμε επιτόπου από την περιοχή. | They advise we clear the area immediately. |
Οι σύμβουλοί μου με συμβουλεύουν αντίθετα για λόγους ασφαλείας. | My advisers counseled against it for security reasons. |
Με τον ερχομό της άνοιξης... θα συμβουλέψεις το Κογκρέσο... να ζητήσει ειρήνη. | Come the spring... you will advise Congress... to sue for peace. |
Θυμάσαι ότι σε συμβούλεψα να πλησιάσεις την υπόθεσή του μέσω του Ερυθρού Σταυρού ή των Κουακέρων. | You remember I advised you to approach his case through the Red Cross or the Quakers. |
Τον συμβούλεψα πριν από 6 μήνες. | I advised him six months ago. |
Εγώ συμβούλεψα τον κο Πρίτσετ. | I advised Mr. Pritchett to do this. |
Αν και τον συμβούλεψα να μην το κάνει, γιατί θα κέρδιζε περισσότερα αν πηγαίναμε δικαστικώς. | Personally, I don't advise him to... 'cause we should probably net higher damanes in court. |
Δεν θα λυγίσει, ήρθε σ' εμένα και την συμβούλεψα. | She won't give up, she came to me, and I advised her so. |
Εσύ με συμβούλεψες να το κάνω. | You advised me to do it. |
Θυμάσαι το γράμμα στον άντρα μου, που με συμβούλεψες να μην το αφήσω; | Remember that letter to my husband you advised me not to leave? |
Εγω το κανεις αυτο, να θυμάσε ότι με συμβούλεψες να καταρρίψω Αμερικανούς. | While you're doing it, remember you advised me to shoot down Americans. |
Με συμβούλεψες λοιπόν. | I've been so advised. |
Θέλω να ξέρεις πως ό, τι με συμβούλεψες ήταν σωστό. | I do want you to know what you advised me was right. |
Που με συμβούλεψε να αφιερώσω αυτό το βιβλίο στη γυναίκα μου. | Who advised me to dedicate this book to my wife. |
Σε συμβούλεψε να συμβιβαστείς. | He advised you to capitulate. |
Ο καλύτερος νομικός σύμβουλος με συμβούλεψε να αλλάξω το όνομά μου. | The best legal counsel advised me to change my name. |
- Και σας συμβούλεψε να το πείτε στον άντρα σας; | - And he advised you to tell your husband. |
Ποιος, μέσα στην οργή μου, γονάτισε στα πόδια μου,και με συμβούλεψε; Ποιος μίλησε για αδελφοσύνη; | Who, in my rage, kneeled at my feet, and bade me be advised? |
Η Νοσοκόμα Hopkins κι εγώ... τη συμβουλέψαμε ότι θα έπρεπε να το κάνει. | Nurse Hopkins and I advised her it was a good thing to do. |
Σας συμβουλέψαμε να βρείτε έναν διερμηνέα. | We advised you to get an interpreter |
Τον συμβουλέψαμε ενάντια σ' αυτό. | We advised against it. |