Θέλω να τους συγκινώ, να τους φοβερίζω, να τους κάνω να κλαίνε. | I want to move them, frighten them, make them weep. |
Tον συγκινείς; | Do you move him? |
Έλα, και τώρα τους συγκινείς. | Hey, now, you still move them. |
Ίσως όπως συγκινείς εμένα. | Perhaps in the way... you move me. |
Γιε μου, είσαι ευπρόσδεκτος. Με συγκινείς που μ' εμιστεύεσαι, ενώ έχεις να με δεις τόσο καιρό, μπαμπά. | l am moved by your faith in someone you haven't seen since he was 16 years old, Daddy. |
Μα εσύ, που δεν σε διαπερνάει τίποτα, με συγκινείς περισσότερο. Αυτό μπορεί να είναι μυρωμένο... | But you, O meagre lead, which rather threatenest than dost promise aught, your paleness moves me more... than eloquence. |
"Ισως είναι η ανημπόρια του που με συγκινεί. | "Perhaps it is his very helplessness that moves me. " |
# Δεν # ξέρω πώς να τον αγαπήσω # Δεν ξέρω γιατί με συγκινεί | # Don't know how to love him # l don't know why he moves me |
# Δεν ξέρω πώς να το πάρω αυτό # Δεν καταλαβαίνω γιατί με συγκινεί | # l don't know how to take this # l don't see why he moves me |
Ακόμα δεν βρήκα τίποτα που να συγκινεί τον Μπερτ. | I have not found anything that moves Bert, yet. |
Ακόμη και σήμερα με συγκινεί κάθε φορά που μιλώ γι' αυτό. | It still moves me today when I talk about it |
Δε συγκινούμε εύκολα. | I'm not often moved. |
Δεν συγκινούμε άλλο με αυτά τα παιχνίδια. | I am not moved more with those games. |
- Με συγκινείτε πολύ. | I'm really... I'm very, very deeply moved. |
Αθώα μου, με συγκινείτε! | Oh, my innocent ones. How you move my heart. |
Με τιμάτε και με συγκινείτε. | I'd be honored and moved. |
Όσα κουσούρια και να έχει ο αδελφός μου... πάντα τον συγκινούν πράξεις αφοσίωσης, όπως κι εμένα. | Whatever my brother's faults, he's always been moved by acts of loyalty, as have I. |
Δεν ξέρουν πώς να συγκινούν ανθρώπους. | They can't tell you how to move people. |
Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια, με συγκινούν παρορμήσεις... λιγότερο εγκεφαλικές. | Alas, madam, these past years, I find I'm moved by impulses far more... sub-equatorial. |
Μας συγκινούν επειδή έχουν ένα σκοπό ύπαρξης. | They move us to tears because they have a purpose of existence. |
Μας συγκινούν πάντα τα μικρά πράγματα. | They are always the small things what move us. |
- Ειλικρινά, με συγκίνησες! | No, I was... I was truly moved. |
Δε μπορώ να σου πω πόσο με συγκίνησες. | I can't tell you how deeply moved I am. |
Με συγκίνησες βαθύτατα". | "you moved me to tears. " |
Με συγκίνησες, ρε μπαγάσα. | You moved me. |
Με συγκίνησες. | David? What you just said to me moved me, man. |
"Αγαπημένε μου, υπέροχε Gordon το γράμμα σας με συγκίνησε βαθύτατα, όπως θα φαντάζεστε, | "My dear, delightful Gordon... your letter has moved me deeply, as you may imagine. |
"Αγαπημένε μου, υπέροχε Gordon, το γράμμα σου με συγκίνησε βαθύτατο όπως θα φαντάζεσαι, Αλλά θα πρέπει να αρνηθώ την πρότασή σας να γίνω κυρία Lowther, για δυο λόγους. | "My dear, delightful Gordon... your letter has moved me deeply, as you may imagine... but, alas, I must ever decline to be Mrs. Lowther. |
"Με συγκίνησε και με γοήτεψε το πορτρέτο του πατέρα σας." | [Roland] "I was entranced and moved by your brief portrait of your father. " |
"Το γράμμα σας που περιγράφει τον τραγικό θάνατο του συζύγου σας, με συγκίνησε βαθειά. | "I was deeply moved by your letter telling me of your husband's tragic death. |
- Δε σας συγκίνησε ο λόγος; | He will stand out. - Don't mean to say you weren't moved. |
Με συγκινήσατε παιδιά που το κάνετε αυτό... | Uh, I've just been really moved by you guys doing this... |
Με συγκινήσατε ρε παιδιά... που ήρθατε. | I'm really moved... you dudes came over. |
Παιδιά, δε χρειαζόταν να έρθετε. Με συγκινήσατε πάντως. | Guys, you didn't have to come to see me off, but l'm very moved. |
"Τον Μονέ τον συγκίνησαν τα νούφαρα, αλλά εσύ, Τζοζεφίν, είσαι η μούσα μου". | "Monet was moved by water lilies, "but you, Josephine, are my muse. |
-Τον συγκίνησαν όπως κι εμένα. | He was as moved as I was. |
Destiny, να ξέρεις ότι με συγκίνησαν αυτά που είπες. | Destiny, I was moved by what you said. |
Mε συγκίνησαν, και γι'αυτό είναι οι καλύτεροι. | They moved me, they made me shake more than I've ever shook before, and that's what... what makes them the best. |
Ήμουν στο στούντιο με την Φρίντα Γκατζ, και οι στίχοι της με συγκίνησαν. | I was in the studio with Freda Gatz, and her rhymes moved me. |
- Με έχουν συγκινήσει. | - Those guys really moved me. |
Ήταν φοβερό, με είχε συγκινήσει πάρα πολύ. | It was incredible. I was so moved. |
Αν σαν συγκινήσει το αποψινό έργο, παρακαλώ μιλήστε και υποστηρίξτε την εκπαίδευση των τεχνών.. | If you are moved by tonight's work, please go forward and support arts education... |
Βλέπω την οργή στο πρόσωπό σας, η οποία θα μπορούσε να με συγκινήσει αν δεν είχατε κάνει ακριβώς το ίδιο πράγμα με τη κατάθεση του Ντετέκτιβ Μπάρτον. | I see the outrage on your face, which I might be more moved by if you hadn't done the exact same thing with Detective Burton's testimony. |
Δύσκολα πείστηκα να έρθω σε σένα, αλλά με τη διαβεβαίωση πως κανείς εκτός από μένα... δεν θα μπορούσε να σε συγκινήσει, έφτασα στην πόρτα σου με αναστεναγμούς, | I was hardly moved to come to thee, but being assured none but myself could move thee, |