Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Στραβολαιμιάζω (aim) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
στραβολαιμιάζω
στραβολαιμιάζεις
στραβολαιμιάζει
στραβολαιμιάζουμε
στραβολαιμιάζετε
στραβολαιμιάζουν
Future tense
θα στραβολαιμιάσω
θα στραβολαιμιάσεις
θα στραβολαιμιάσει
θα στραβολαιμιάσουμε
θα στραβολαιμιάσετε
θα στραβολαιμιάσουν
Aorist past tense
στραβολαίμιασα
στραβολαίμιασες
στραβολαίμιασε
στραβολαιμιάσαμε
στραβολαιμιάσατε
στραβολαίμιασαν
Past cont. tense
στραβολαίμιαζα
στραβολαίμιαζες
στραβολαίμιαζε
στραβολαιμιάζαμε
στραβολαιμιάζατε
στραβολαίμιαζαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
στραβολαίμιαζε
στραβολαιμιάζετε
Perfective imperative mood
στραβολαίμιασε
στραβολαιμιάστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'aim':

None found.