Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Στραβοκοιτάζω (aim) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
στραβοκοιτάζω
στραβοκοιτάζεις
στραβοκοιτάζει
στραβοκοιτάζουμε
στραβοκοιτάζετε
στραβοκοιτάζουν
Future tense
θα στραβοκοιτάξω
θα στραβοκοιτάξεις
θα στραβοκοιτάξει
θα στραβοκοιτάξουμε
θα στραβοκοιτάξετε
θα στραβοκοιτάξουν
Aorist past tense
στραβοκοίταξα
στραβοκοίταξες
στραβοκοίταξε
στραβοκοιτάξαμε
στραβοκοιτάξατε
στραβοκοίταξαν
Past cont. tense
στραβοκοίταζα
στραβοκοίταζες
στραβοκοίταζε
στραβοκοιτάζαμε
στραβοκοιτάζατε
στραβοκοίταζαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
στραβοκοίταζε
στραβοκοιτάζετε
Perfective imperative mood
στραβοκοίταξε
στραβοκοιτάξτε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'aim':

None found.