Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Στεριώνω (neuter) conjugation

Greek

Conjugation of στεριώνω

εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
στεριώνω
I neuter
στεριώνεις
you neuter
στεριώνει
he/she neuters
στεριώνουμε
we neuter
στεριώνετε
you all neuter
στεριώνουνε
they neuter
Future tense
θα στεριώσω
I will neuter
θα στεριώσεις
you will neuter
θα στεριώσει
he/she will neuter
θα στεριώσουμε
we will neuter
θα στεριώσετε
you all will neuter
θα στεριώσουνε
they will neuter
Aorist past tense
στέριωσα
I neutered
στέριωσες
you neutered
στέριωσε
he/she neutered
στεριώσαμε
we neutered
στεριώσατε
you all neutered
στέριωσαν
they neutered
Past cont. tense
στέριωνα
I was neutering
στέριωνες
you were neutering
στέριωνε
he/she was neutering
στεριώναμε
we were neutering
στεριώνατε
you all were neutering
στέριωναν
they were neutering
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
στέριωνε
be neutering
στεριώνετε
neuter
Perfective imperative mood
στέριωσε
neuter
στεριώστε
neuter

More Greek verbs

Other Greek verbs with the meaning similar to 'neuter':

None found.