Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Σταματιέμαι (am stopped) conjugation

Greek
1 examples
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
σταματιέμαι
σταματιέσαι
σταματιέται
σταματιόμαστε
σταματιέστε
σταματιούνται
Future tense
θα σταμαθώ
θα σταμαθείς
θα σταμαθεί
θα σταμαθούμε
θα σταμαθείτε
θα σταμαθούν
Aorist past tense
σταματήθηκα
σταματήθηκες
σταματήθηκε
σταματηθήκαμε
σταματηθήκατε
σταματήθηκα
Past cont. tense
σταματιόμουν
σταματιόσουν
σταματιόταν
σταματιόμαστε
σταματιόσαστε
σταματίονταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
σταμάσου
σταμαθείτε
Perfective imperative mood
να σταματιέσαι
σταματιέστε

Examples of σταματιέμαι

Example in GreekTranslation in English
Η Έλενα σταματήθηκε σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις από την Αστυνομία του Λ. Α.Let's see. Elena was stopped on three separate occasions by the L.A.P.D.

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'am stopped':

None found.