Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Σουλουπώνομαι (enslave) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
σουλουπώνομαι
σουλουπώνεσαι
σουλουπώνεται
σουλουπωνόμαστε
σουλουπώνεστε
σουλουπώνονται
Future tense
θα σουλουπωθώ
θα σουλουπωθείς
θα σουλουπωθεί
θα σουλουπωθούμε
θα σουλουπωθείτε
θα σουλουπωθούνε
Aorist past tense
σουλουπώθηκα
σουλουπώθηκες
σουλουπώθηκε
σουλουπωθήκαμε
σουλουπωθήκατε
σουλουπώθηκαν
Past cont. tense
σουλουπωνόμουνα
σουλουπωνόσουνα
σουλουπωνότανε
σουλουπωνόμασταν
σουλουπωνόσασταν
σουλουπώνονταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
-
-
Perfective imperative mood
σουλουπώσου
σουλουπωθείτε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'enslave':

None found.