Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Σκορπίζομαι (thrill) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
σκορπίζομαι
σκορπίζεσαι
σκορπίζεται
σκορπιζόμαστε
σκορπίζεστε
σκορπίζονται
Future tense
θα σκορπιστώ
θα σκορπιστείς
θα σκορπιστεί
θα σκορπιστούμε
θα σκορπιστείτε
θα σκορπιστούν
Aorist past tense
σκορπίστηκα
σκορπίστηκες
σκορπίστηκε
σκορπιστήκαμε
σκορπιστήκατε
σκορπίστηκαν
Past cont. tense
σκορπιζόμουν
σκορπιζόσουν
σκορπιζόταν
σκορπιζόμαστε
σκορπιζόσαστε
σκορπίζονταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
σκορπίζου
σκορπίζεστε
Perfective imperative mood
σκορπίσου
σκορπιστείτε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'thrill':

None found.