'ρχισα να σκαρφαλώνω, μα μετά άκουσα κάτι και σκέφτηκα ότι γύριζε πίσω κι έφυγα. | I started to climb up, but then I heard something and I thought he was coming back, so I took off. |
Έχω μάθει να σκαρφαλώνω για να βγω. | I'm used to climbing out of these things. |
Εδώ έμαθα να σκαρφαλώνω, πριν καλά-καλά αρχίσω να περπατώ. | This is the tree I learned to climb when I could barely walk. - Leave me alone! |
Μ' αρέσει να σκαρφαλώνω στα ψηλότερα βουνά του κόσμου. | I love to climb the highest mountains in the world. |
Μου αρέσει να σκαρφαλώνω στις μπάρες. | I like to climb the monkey bars. |
'Ετσι σκαρφαλώνεις εσύ; | Is that all the better you can climb? |
'Ομως αυτό δεν σ' εμποδίζει να σκαρφαλώνεις! | But that doesn't stop you from climbing! |
- Για το Θεό, ξεκίνα να σκαρφαλώνεις. | -Streuth, you'd best get climbing. |
- Γιατί ξέρει ότι δεν θέλω να σκαρφαλώνεις. | I don't want you to be climbing. |
- Μη σκαρφαλώνεις. | - No climbing. |
"Έτσι, σκαρφαλώνει, αλλά σε ανύποπτο χρόνο, γίνεται ασταθής. | Not getting any younger. "So up he climbs, but in no time his balance makes him wobble. |
'Ενας ελέφαντας σκαρφαλώνει πάνω στον άλλον... μέχρι που οι 17 ελέφαντες έχουν φτιάξει... μια τεράστια πυραμίδα από παχύδερμα! | Just visualize: One elephant climbs up on top of another elephant until finally all 17 elephants have constructed an enormous pyramid of pachyderms. |
- Γιατί σκαρφαλώνει στα δέντρα. | Because he climbs trees. |
¨οτι αυτός ο τύπος σκαρφαλώνει σε τοίχους και σε δέντρα. | That the guy climbs walls and stares in at kids. |
΄Oσο σκαρφαλώνει η μαϊμού, τόσο βλέπεις τον κώλο της. | The higher the monkey climbs, the more you see of his ass. |
Όχι θα ήμασταν πάλι εδώ, να σκαρφαλώνουμε το Ράουτορ. | No. We would still be here and climbing Roughtor. |
Αυτό πρέπει να είναι το δεύτερο μέρος το μέρος όπου σκαρφαλώνουμε στην κορυφή.. ..του κλουβιού και πέφτουμε στο θάνατό μας.! | This must be part two the part where we climb on top of the cage and plummet to our death! |
Γιατί απλά... δεν σκαρφαλώνουμε πίσω και να το συζητήσουμε; | Why don't we just... climb back over and talk about it ? |
Γιατί δε σκαρφαλώνουμε στο υπόστεγο, να φτάσουμε στο μπαλκόνι... και να μπούμε μέσα, αντί να πάμε απο μπροστά; | Why don't we climb on the shed, get on the balcony and go in there to save us going in the front? |
Γιατί δεν σκαρφαλώνουμε από την έξοδο κινδύνου και να πηδήξουμε στην αυλή; | Why don't we just climb up the fire escape and jump down into the courtyard? |
- Αρχίστε να σκαρφαλώνετε. | -Then start climbing. |
- Ούτε θα σκαρφαλώνετε, ούτε και θα σέρνεστε. | - No climbing or crawling. |
-Που σκαρφαλώνετε; -Θα κάνετε γρήγορα; | Where are you climbing? |
Αν πέσετε στη βάση της σκάλας, σκαρφαλώνετε στην κορυφή της. | You see, if you land at the foot of the ladder, you climb up to the top. |
Αρχίστε να σκαρφαλώνετε. | All right up here! Start them climbing. Here. |
'σε τους να σκαρφαλώνουν. | Let them do the mountain climbing. |
Όλοι όσοι σάπισαν εδώ, στο πέρασμα των αιώνων, κοίταζαν το φως και φαντάζονταν να σκαρφαλώνουν προς την ελευθερία. | Every man who has rotted here over the centuries has looked up to the light and imagined climbing to freedom. |
Όταν βρέχει τόσο δεν είναι ασφαλές γι' αυτούς να σκαρφαλώνουν, οι κορμοί είναι πολύ ολισθηροί. | When it's this wet it's not safe for them to climb, the logs are really slippery. |
Όταν σκαρφαλώνουν οι χιμπατζήδες, κάμπτουν τους αστραγάλους τους μέχρι 45 μοίρες. | When chimps are climbing, they dorsiflex their ankles up to 45 degrees. |
Απλά σκαρφαλώνουν πάνω. | We just climb on. |
- Λοιπόν... σκαρφάλωσα σε έναν ελέφαντα... και ανέβηκα από την προβοσκίδα του, στο δωμάτιο της Βασίλισσας. | Well, I climbed onto the back of an elephant and shimmied up its trunk, right into the maharaja's chamber. |
- Πέρυσι, σκαρφάλωσα στο Έβερεστ. | - Last year, I climbed Everest. |
Eίχε τo χέρι τoυ στηv πλάτη της, και σκαρφάλωσα ξoπίσω τoυς. | He had his arm about her. So I climbed up after them... and I found him. |
`Εκλεισα τα μάτια του, σκαρφάλωσα, και πήγα σπίτι. | I closed his eyes... climbed out and went home. |
Έτσι, σκαρφάλωσα και κοίταξα. | So I climbed up and looked in. |
- Από κάπου θα σκαρφάλωσες. | You must have climbed over the top. |
- Εσύ σκαρφάλωσες κι άρχισες να σκάβεις... - Φεύγω. | You climbed to the top and began to digging... |
- Τη σκαρφάλωσες; | You've climbed it? |
Δεν είναι αυτή η όγδοη φορά που σκαρφάλωσες το Γουίτνεϊ; | Isn't that, like, the eighth time you climbed Mount Whitney? |
Δηλαδή σκαρφάλωσες μόνη σου μέχρι τον πέμπτο όροφο; | So you climbed inside and pulled yourself to the fifth floor? |
"Ο Βρούτος σκαρφάλωσε στο μυαλό μου και με εμπόδισε να δρω σαν φυσιολογικό άτομο. " | "Brutus climbed into my mind and stopped me from functioning as a normal person." |
"σκαρφάλωσε σ'ένα δέντρο για να βρεί το δρόμο". | "they climbed a tree to find a way out. |
'Υστερα σηκώθηκε, σκαρφάλωσε από δω, και χάθηκε στο σκοτάδι. | After he got up, climbed out of here, and scampered off into the night. |
'νοιξε το τζάμι από άκρη σε άκρη από δεξιά προς τα αριστερά, ώραια και τετραγωνισμένα, και σκαρφάλωσε σε αυτόν τον μετρητή. | He cut the screen around the edge from right to left, nice and square, and he climbed in over that counter. |
'ρα σκαρφάλωσε εκεί για να το κόψει. | He climbed up there to get it. |
# Αλλά τώρα σκαρφαλώσαμε πολύ ψηλά χωρίς σκοινί # | # But now we climbed too high without a rope # |
'Οτι σκαρφαλώσαμε εδώ πάνω; | 70 days? That we climbed up here? |
- Και σκαρφαλώσαμε... | - And we climbed- |
Έτσι, σκαρφαλώσαμε και πηδήξαμε μέσα και βουτήξαμε γυμνοί. | So we just climbed over and jumped down, and went skinny dipping. Did you do it? |
Απλά σκαρφαλώσαμε και το φτιάξαμε. | Just climbed up there and built it. |
Όταν σκαρφαλώσατε στο Κ2, κατασκηνώσατε στα 7.500 μέτρα ή στα 9.000 μέτρα; | When you climbed K2 did you base camp at 25,000 or 30,000 feet? |
Αργά χθες το βράδυ, σκαρφαλώσατε τους τοίχους του μοναστηριού μας. Κάνοντας ερωτήσεις για την αγάπη, τον γάμο και το νόημα της ζωής. | Late last night, you climbed the walls of our monastery... shouting out question about love, marriage and the meaning of life. |
Και μετά σκαρφαλώσατε. | And then you climbed over. |
Ο στόχος περικυκλώθηκε! Καθώς το τραίνο ταξίδευε αργά για το Παρίσι, σκαρφαλώσατε... | As the train travelled slowly around Paris, you climbed aboard. |
Όμως... σκαρφάλωσαν στη κορυφή μέχρι που κατέκτησαν την κυβερνητική εξουσία. | But they... climbed to the top until they got the governmental power. |
Από απόκρημνους δρόμους σκαρφάλωσαν στα απειλητικά ακρωτήρια αφήνοντας πίσω τους μικρούς ανεμοστρόβιλους ψαλίδων | Up the steep streets climbed the sinister capes Leaving behind them brief whirlwinds of shears |
Αργότερα, σκαρφάλωσαν σε ένα βράχο... | Later, they climbed up on a rock... |
Ασφαλώς είμαστε όλοι ζώα... αλλά μερικοί από εμάς σκαρφάλωσαν λίγο ψηλότερα στο δέντρο της εξέλιξης. | Of course we're all animals, but, some of us have climbed a little higher on the evolutionary tree. |
Θυμάστε την τελευταία φορά, όταν εκείνα τα 2 παιδιά σκαρφάλωσαν τον τοίχο και η Βιρτζίνια πιάστηκε στον ιστό της αράχνης; | You remember last time when those two children climbed over the wall and Virginia almost caught them in her spider web? Mm-hm. |
Και σκαρφάλωνα μέσα σε όλο αυτό για να φτάσω τον συνάδελφό μου... | And I was climbing up through it to my mate... |
Μετά, σκαρφάλωνα εκείνα τα σκαλιά Είχα λαχανιάσει λιγάκι. | Then, I was climbing those steps... I was huffing a little bit. |
'ρα έτυχε να περιπολείς όταν ο Χάρις σκαρφάλωνε στον φράχτη του. | Okay, so you just happened to be on patrol when Mr. Harris was climbing over his fence? |
- Ότι σκαρφάλωνε - στο άγνωστο, μου το πες. | That she was climbing-- Climbing into a sick bed. |
- Η 'σλεϊ σκαρφάλωνε. | Ashley was climbing. |
Έπαιζα μαζί τους στην αυλή, και το κορίτσι σκαρφάλωνε στ' αμπέλι, κι εγώ της έλεγα να κατέβει και... | I was playing with them in the backyard, and the girl was climbing on the vines, and I kept telling her to stop and get down, and... |
Θέλω να μάθω γιατί σκαρφάλωνε. | Yes, but I want to know why he was climbing. |
-Εντάξει όλοι, σκαρφαλώστε εδώ. | - Okay, everybody, climb up there. |
BergStrom, Wicksell, σκαρφαλώστε! | Bergström, Wicksell, climb above! |
Ανάπτυξε τους άνδρες γύρω από το βράχο και σκαρφαλώστε. | Deploy the men around the base of the rock. - And start climbing. |
Βάλτε επάνω σκάλες, σκαρφαλώστε, Βγάλτε εκτός τον ανταγωνισμό. | Put up ladders, climb in windows, take out all resistance. |
Γρήγορα, σκαρφαλώστε στα μαλλιά μου. | Quickly, climb into my hair. |
Έσπασε τον αστράγαλό του σκαρφαλώνοντας στο κιγκλίδωμα. Και είπε ψέματα γιατί ήταν κακή χρήση εταιρικού εξοπλισμού. | He broke his ankle climbing over the railing, he lied about it 'cause it was a misuse of company equipment. |
Όπως σκαρφαλώνοντας τα δέντρα; | Like climbing trees fun? |
Ας παρατηρήσουμε αυτούς τους μικρούς μπαμπουίνους να αλληλεπιδρούν σκαρφαλώνοντας σε ένα παλιό δέντρο, όπως τα παιδιά σε μια παιδική χαρά. | Let's obsen/e these little baboons interacting with each other climbing on an old tree, like children at a playground. |
Δεν βγαίνουν όλοι έξω... σκαρφαλώνοντας από το παράθυρο και πηδώντας σε σπορ αμάξια. | Not everyone leaves this house... by climbing out the window and jumping into a waiting hot rod. |
Είναι ο Νέιθαν Σταρκ, προσπαθεί να παρακάμψει τη δικαιοσύνη," σκαρφαλώνοντας" στην επιστημονική κοινότητα. | It's Nathan Stark, he's trying to dodge jury duty by climbing scientific community. |
- Έχεις σκαρφαλώσει στο Τείχος; | You ever climbed it before? |
- Τι; Ο μικρός σου αδερφός έχει σκαρφαλώσει στο παράθυρο. | Your little brother's climbed out of the window. |
Έπρεπε να σκαρφαλώσει για να μπει στο παρατηρητήριο! | They climbed up inside the mast to get out to the crow's nest. |
Έχει σκαρφαλώσει στο Έβερεστ, έχει αντιμετωπίσει ταύρους και κυνήγησε κάθε είδος μεγάλου παιχνιδιού. | He's climbed Everest and fought bulls and hunted every kind of big game. |
Έχεις σκαρφαλώσει δέντρο ξανά, έτσι; | You have climbed a tree before, haven't you? |