Ναι... προσπαθώ να μην το σκέπτομαι. | I'm trying not to think about it. |
ΟΚ, λοιπόν άρχισα να σκέπτομαι. | Okay, so I got to thinking. |
Τώρα που το σκέπτομαι, χάνω λεφτά. 55 δολλάρια. | Come to think of it, I'd be losing money. Fifty-five dollars. |
Ναι, ο Λορν μου είπε να σκέπτομαι θετικά. | - Lorne told me to think positively. |
Δεν σκέφτεστε. Δεν σκέπτεσαι σχετικά με το τι είναι κατάλληλο για να εκθέσεις τα παιδιά μου ή ποια είναι η κατάλληλη συμπεριφορά στης κόρης σου το γάμο. | You didn't think about what's appropriate to expose my children to or what's appropriate behavior at your own daughter's wedding. |
- Λοιπόν, μπορείς και σκέπτεσαι; | - So you know how to think! |
Δεν σκέπτεσαι καί πολύ αυτήν την ιδέα, έτσι; | You don't think much of the idea, do you? |
Μ' αρέσει όπως σκέπτεσαι. | I like how you thinkin'. |
Έχεις προφανώς κερδίσει το δικαίωμα να σκέπτεσαι για τον εαυτό σου χωρίς τη γκρίνια μου. | You've obviously earned the right to think for yourself without me nagging. |
Και δεν έχουμε την πολυτέλεια να μην το σκεπτόμαστε και να μην είμαστε προετοιμασμένοι. | And we can't afford not to think about it and not to be prepared. |
Αυτό που σκεπτόμαστε συμβαίνει. | What we think is what happens. |
Ούτε καv θα το σκεπτόμαστε. | We won't even think about it. |
Πρέπει να σταματήσουμε να σκεπτόμαστε ο ένας τον άλλον. | Got to stop thinking to each other. |
Μόνο αυτό πρέπει να σκεπτόμαστε. | That's the only thing we should think of. |
Οι περισσότεροι άνθρωποι σκέπτονται το Σικάγο με βαρύ χειμώνα. | Most people think of Chicago and harsh winters. |
Φυσικά, υπάρχουν κάποιοι που σκέπτονται ότι αυτά που έχουμε, τα έχουμε άδικα. | Of course, some think what we have is unfair. |
Μα όλοι σκέπτονται πως κάνουν πράγματα στο μυαλό τους. Να πάρει! | What all the man doesn't think in his mind, but it's all in mind only! |
Τι μου λες; Οι άνθρωποι στη Γη δεν θα σκέπτονται έτσι. | Boy, the people down on Earth sure are gonna think so. |
Για το τι σκέπτονται οι άλλοι άνθρωποι; | What other people think? |
Κάλα θα σκεφτώ κάτι άλλο. | Their lives mean nothing to you? -All right, I will think of something else. |
Όχι. Πιο πολύ θα σκεφτείς τους ανθρώπους που αγάπησες και ειδικά εκείνη τη μία γυναίκα. | You will think of the people you loved, and especially of the one woman you loved. |
Όπως ελπίζω ότι θα σκεφτείς για μένα. | As I trust you will think about me. |
Ο παππούς θα σκεφτεί ότι δεν τον αγαπάω. | Pops will think I don't love him. |
Δεν ξέρω ο Γκλεν τι θα σκεφτεί για αυτό. | I don't know what Glenn will think about it. |
Έτσι θα σκεφτεί ότι τα είχα με κάποια που της έμοιαζε. | And from then on, Jennifer, or whatever her name is, will think that I dated a girl who looked just like her, who I rejected. |
Όμως θα πάω στο κάστρο να τον ψαρέψω. Αν δεν τους σώσω, θα σκεφτούν ότι δεν μπορώ να προστατέψω τους άντρες μου. | If I do not rescue them, people will think I cannot protect my men. |
Θα με συστήσεις στους μορφωμένους φίλους σου, κι εκείνοι θα σκεφτούν, | You will introduce me to all your educated friends, and they will think, |
Και σκέφτηκα, ουάου, αυτό το βίντεο θα αξίζει πολλά. | And I was thinking, whoa, this footage has got to be worth something. |
Επειδή σκέφτηκα μόνο τον εαυτό μου κι όχι εσένα και τα παιδιά. | For thinking of myself and not you and the kids. |
Δεv το σκέφτηκα. Θα μπορούσα vα περάσω.. Τις τελευταίες μου στιγμες μαζί σου αvτί γι'αυτήv. | And to think, I could have spend the last time with you instead. |
Είμαι,...είμαι ο Jason Williams και - σκέφτηκα ότι έπρεπε να σας το αναφέρω. | I,... I'm Jason Williams and I - think I'm supposed to report to you. |
Όχι. Θεέ μου, ελπίζω να μη σκέφτηκες πως... Λαρς. | No, oh my God I hope you didn't think that, Lars. |
Ή δεν τους σκέφτηκες; | Or didn't you think on them? |
Κατάλαβα, σκέφτηκες ότι ίσως θα έπρεπε να περάσεις το βράδυ, στο σπίτι και να είσαι εκεί το πρωί για τους τεχνικούς. | Oh, I get it. you're thinking Maybe you should spend the night, Housesit, and be there in the morning for the heating guys. |
Αυτό σκέφτηκες για μένα; | Is that what you think of me? |
- Δεν το σκέφτηκες ποτέ αυτό; | Don't you ever think that? |
Αυτός σκέφτηκε πως μπορείς να χειραγωγήσεις και μένα; | Did it think that you could handle me too? |
Και σκέφτηκε τι θα πει ο κόσμος. | ...soshethoughtwhat anyone might think. |
"Λοιπόν, " σκέφτηκε... | "Well," she thinks... |
Όχι. Απλά σκέψου το. | Just think about it. |
Ράιμπεν, σκέψου τη μάνα του καημένου. | Reiben, think about the poor bastard's mother. |
Πάρε τα συγγράμματα μας, διάβασε τα και σκέψου το. - Εντάξει. | Take our literature, read it over and think about it. |
Τότε σκέψου τις αξίες της μητέρας σου. | Then think about what your mother valued. |
Ηρέμησε και σκέψου! | Calm down and think! |