Είσαι μ'έναν φίλο ολόγυμνο στο ντους, σαπουνίζεις... | You're with a naked buddy in the shower, soaping his... |
Ελπίζω να έχεις καλές πληροφορίες και μην σαπουνίζεις τον κώλο σου. | Very. Provided the information is good and you stop soaping your ass. |
Άνδρες γυμνοί κάτω από τα ντους. Το νερό να κυλά... σε πεντακάθαρα μυώδη κορμιά... κάποιος να σαπουνίζει την πλάτη σου κι εσύ τη δική του. | Men together under the showers, naked in the steam, glistening, muscular bodies, a buddy soaps your back, you soap his. |
Με καθίζει σε ένα σκαμπό, με σαπουνίζει παντού. | Sits me on a stool, right? She soaps me up everywhere. |
- Ναι, είναι μέρη όπου... οι άντρες πάνε και σαπουνίζουν ο ένας τον άλλο και κάνουν "τρελίτσες"... | - Yeah, it's like a place where - dudes like to soap each other up and get crazy, you know. |
Πες μου ότι στη σαπούνισε και στη ρούφηξε κιόλας. | Tell me she soaped it up, and then slurped the gobbledygood. |
-Ναι. Όταν εσύ κι μαμά μου σαπουνίζατε τα απόκρυφά σας στο μπάνιο. | When you and my mom were soaping each other's privates in the shower. |