" Εάν δε το ρουφάς ή γλείφεις." | "If you don't snort it, suck it." |
- Αν συνεχίσεις να το ρουφάς, ξέρω. | If you keep pulling on that bottle I do. |
- Ας έλεγες, "μην το ρουφάς." - Όχι δα. | - you could have said, "don't blow it." - no, i'm not gonna say that. |
Tο ρουφάς με τη μύτη. | Cardinal, you don't need water to take it, you have to sniff it ! |
Όταν αγχώνεται, κάνει σαν να ρουφά την μύτη του. | When he gets nervous, he does this sniffing thing. |
Αλλά, για περίμενε... για να παραμείνει ζωντανός, πρέπει να ρουφά τις ψυχές των ζωντανών... και αν οι ψυχές είναι μικρές, η δύναμη ζωής του δεν κρατά αρκετά. | But hold on, now. To stay alive, he has to suck on the souls of the livin', and that if the souls are small, his life force doesn't last long. |
Αντίθετα ένας ανιχνευτής με σύστημα πρόσκρουσης μεταδίδει την θέση σου ανά διαστήματα και δεν ρουφά πολύ ενέργεια κάνοντάς το ένα φανταστικό αξεσουάρ για κάθε κυρία σε κίνηση. | A tracker with a ping system, on the other hand, Can send your location in bursts And doesn't suck a lot of power, |
Σε ρουφά σαν το διάβολο. | Grips like the devil, doesn't it? |
Δεν ρουφάτε βυζιά! | You don't suck titties! |
Δεν τις αρέσει να τις ρουφάτε τα χείλια. | She doesn't like it if you suck on her lips. |
Θες να πεις, δηλαδή, πως πήγες σε ένα ιταλικό εστιατόριο, δεν κατάλαβες πως έβαλαν στο ίδιο τραπέζι ένα ζώο που ζυγίζει πάνω από 100 κιλά, και μετά εσύ και αυτό το σκυλί βρήκατε τις άκρες από το ίδιο μακαρόνι, και συνεχίζατε να ρουφάτε μέχρι που τα χείλη σας συναντήθηκαν; | So you're claiming you went to an Italian restaurant, didn't realize that they also sat a 300-pound animal at your table, and then you and this dog also picked up the opposite ends of the same noodle, |
Λοιπόν, δαγκώνετε λαιμούς και ρουφάτε το αίμα; | So do you bite people's necks and suck the blood out? |
Η Niwetϊkame, η μητέρα θεά... ήρθε σε μένα καβάλα σε ένα γάιδαρο, με τα κολιμπρί να ρουφούν τα δάκρυά της, κλαίγοντας, "Ντολόρες... πρέπει να οδηγήσεις τις κόρες μου ενάντια στο φυσικό εχθρό τους. | Niwetúkame, the mother goddess... came to me on the back of a doe, with hummingbirds sipping the tears she was shedding, crying, "Delores... you must lead my daughters against their natural enemy. |
Και ότι όλα τα μωρά το κάνουν αυτό, να ρουφούν στήθη. | And that all babies do that, sucking off br easts. |
Ξέρουν μόνο να ρουφούν το αίμα της χώρας. | They've done nothing but suck the blood from this country. |
Όχι, όταν έκανα έτσι, νομίζω πως ρούφηξα ένα ζουζούνι. | No. When I did I think I suck in a little bug. |
Εισέπνευσα, έκανα ενέσεις, ήπια, ρούφηξα και κατάπια περισσότερα σκουπίδια πριν γίνω 30 ετών από ότι ο Ρικ Τζέιμς έκανε σε όλη του τη ζωή. | I snorted, shot, drank, grundled, and douched more junk before I was 30 than Rick James did in his lifetime. |
Κάναμε ένα 69. Τον ρούφηξα κι εγώ. | In fact we did a 69 I sucked him too ... |
Μόλις ρούφηξα μια τζούρα. | I just did a line. |
Αυτό που έκανες όταν μου ρούφηξες το τσι | That thing you did with the sucking of the chi-- |
Καλά, πόσες τζούρες ρούφηξες; | Dude, how many puffs did you take? |
Πόσα πρεζάκια ρούφηξες, Ντόναβαν; | How many junkies did you feed on, Donovan? |
Άκουσες για την Πολωνίδα που ήρθε στο Χόλιγουντ και ρούφηξε τον σεναριογράφο; | Hey, did you hear the one about the Polish actress that came to Hollywood and blew the writer? |
Έμεινα, αλλά με ρούφηξε ένας σωλήνας, και έπεσα πάνω στην οικογένειά σου και... | I did, but I went up the tube, and I ran into your family, and I... |
Αα, δεν το ρούφηξε το μπαλάκι, ε; | Oh, I say! He did not 'alf crack that one, did he not? |
Δεν σε ρούφηξε αυτός να χύσεις ; | What, he didn't finish sucking you off? Aah! |
Δεν μου λες...μήπως μαζί με το λίπος, σου ρούφηξαν και εγκεφαλικά κύταρα? | Rowena, did they suck out your brain cells along with your fat? |
"Και ρουφήξτε το και βαλτε το στο στόμα σας και ρουφήξτε, ρουφήξτε."' | "And suck it and stick it down in your mouth and suck it, suck it."' |
- Έτσι και αλλιώς, είναι ώρα να το ρουφήξει το καζανάκι στην επόμενη σκηνή και θα τελειώσει. | And anyway, he's about to get flushed down the toilet in the next scene, and he'll be done. |
Αυτή η γυναίκα θα χαρίσει την καρδιά της σε έναν νέο άντρα που φοράει γυαλιά μυωπίας και ένα σακάκι από τουΐντ και που δεν έχει ρουφήξει σκόνη από την κοιλιά μιας νεκρής πόρνης. | That woman will give her heart to a nice young man who wears reading glasses and a tweed jacket and who has never done blow off the belly of a dead prostitute. |
Κι εσύ είσαι στο δάσος, ρουφώντας κόκα με δυο στριπτιζέζ; | And you're out in the woods doing blow with a couple of strippers? |