Δέν θέλω να ρισκάρω πηγαίνοντας με ταχύτητα δίνης εκεί μέσα. | I don't want to risk going to warp in there. |
Γιατί, αν υπάρχει και η παραμικρή πιθανότητα να το κάνει, πρέπει να το ρισκάρω. | Because if there's even the slightest chance that she will, I have to risk it. |
Τουλάχιστον όχι τόσο ώστε να ρισκάρω το τομάρι μου για να σώσω εσένα. | At least, not enough to risk my skin to save your ass. |
Μου ζητάς να ρισκάρω την δουλειά μου και να σε βοηθήσω να λύσεις ενα μυστηριώδες πρόβλημα για ένα άγνωστο άτομο, βασιζόμενη σε τίποτα αλλά στις λέξεις σου; | You're asking me to risk my job to help you solve a mysterious problem for an unknown person, based on nothing but your word? |
Δεν ξέρω τι λες εσύ, αλλά εγώ δεν το ρισκάρω. | I don't know about you, but I'm not willing to risk it. |
Προφανώς θα ρισκάρεις την δική μου. | Apparently you're willing to risk mine. |
Έτσι δεν ρισκάρεις να χάσεις 100 εκατομμύρια. | "There's no risk of losing a million this way." |
Θα ρισκάρεις τη ζωή της Μαίρης για λίγα παθιασμένα πηδήματα; | Will you risk Mary's life for a few nights of passion? |
Kαι vα μη ρισκάρεις, όταv είναι τόσo κovτά πoυ μπoρείς σχεδόv vα τo αγγίξεις. | And not to take the risk, when it's so close you could almost reach out and... touch it. |
Στ αλήθεια θέλεις να ρισκάρεις τις ζωές της οικογένειάς σου βασιζόμενος στην αγάπη που έχει για σένα ο Κλέι Μόροου; | Are you really willing to risk the life of your family... on the love that Clay Morrow has for you? |
Συγνώμη, απλά δε μπορούμε να το ρισκάρουμε. | I'm sorry. We just can't risk it. |
Αλλά το δάχτυλο σου είναι πολύ πρησμένο για να ρισκάρουμε να το τραβήξουμε έξω. | But your finger's too swollen to risk pulling it out. |
Δεν μπορούμε να τα ρισκάρουμε όλα για ένα κορίτσι. | We can't risk it all because of one girl. |
Δεν νομίζω ότι πρέπει να ρισκάρουμε. | I agree. I don't think we can risk it. |
Αλλά όταν με ρώτησες, όλους μας, να ρισκάρουμε κάτι τέτοιο, παραδέχτηκες ότι είναι επικίνδυνο. | But when you ask me, any of us, to risk this thing that you admit is dangerous. |
Αυτή τη στιγμή μερικοί φίλοι μου ρισκάρουν τη ζωή τους, επειδή πιστεύουμε ότι η Φάικορπ κάνει άσχημα πράγματα και θέλουμε να μάθουμε ποιος κρύβεται πίσω απ' όλα αυτά. | Right now I've got some friends risking their lives because we think Phicorp is doing some very bad things and we need to find out who's behind it. |
Όλοι όσοι είναι εδώ σήμερα, ήρθαν προετοιμασμένοι να ρισκάρουν τα πάντα γι' αυτή την αποστολή. | Everyone who's here today came prepared to risk everything for this mission. They know what's at stake. |
Ελάτε, οι άνθρωποι ρισκάρουν τα πάντα για σας. | Yeah! Come on. These guys are risking everything out here for you people. |
"Υπάρχει πολύς χώρος, όχι όμως και αρκετοί που είναι πρόθυμοι να ρισκάρουν." | " Well, there's plenty of room, just not enough people willing to take the risk. " |
Βρήκα αγοραστές σε ακτίνα 800 χλμ. Το περιόρισα σε αυτούς με οικονομικά προβλήματα και με τάση να ρισκάρουν. | Found a list of purchasers within a 500-mile radius, narrowed down to those with priors, financial troubles, or propensity for risk-taking. |
Αλλά θα ρισκάρω τις ζωές όλων των γιων μου, για να δω το κεφάλι του στο παλούκι. | But I will risk the life of all my sons to see his head on a stake. |
Έτσι, όταν ένας διεκδικητής φτάνει, θα ρισκάρει τα πάντα για να την διατηρήσει. | So, when a challenger arrives, he will risk everything to retain it. |
Ποιος είναι αυτός που θα ρισκάρει την ζωή του για τον αδερφό του; | Who is the man That will risk his life for his brother man? Shaft |
Αλλά μια πριγκίπισσα θα ρισκάρει τα πάντα πρός αναζήτηση συντρόφου. | But a princess will risk everything to search for a partner. |
Έτσι, όταν ένας αμφισβητίας φτάνει, αυτός θα ρισκάρουν τα πάντα για να το διατηρήσει. | So when a challenger arrives, he will risk everything to retain it. |
Θέλουν να ζήσουν και ν' αγαπηθούν, και όμως αύριο θα ρισκάρουν τα πάντα. | They want to live and be loved too, and yet tomorrow they will risk it all. |
Σήμερα οι πέντε γενναιότεροι νεαροί και νεαρές αυτών των θαρραλέων εθνών θα ρισκάρουν τις ζωές τους στο μεγαλύτερο αθλητικό γεγονός από τις ημέρες του Σπάρτακου. | Today the five bravest young men and women in this bravest of nations will risk their lives in the greatest sporting event since the days of Spartacus. |
Ότι υπάρχουν ισχνές ελπίδες. Η γαλλική κυβέρνηση αναγνώρισε τη σοβιετική Ρωσία... και αμφιβάλλει αν θα ρισκάρουν τον πόλεμο για χάρη μου. | The French government has recognized Soviet Russia... and he doubts that they will risk a war for my poor sake. |
Στο κάτω κάτω, ρίσκαρα τη ζωή μου για σένα. | Deep down, I risked my life for you... |
Πιστεύεις ότι θα ρίσκαρα τη ζωή του Κέννη, αν ήμουνα ασφαλής εδώ; | You think that I'm risking Kenny's life when I could stay safely here. |
Εάν εγώ ρίσκαρα μια τόσο μεγάλη ληστεία, θα τσέκαρα σίγουρα το εμπόρευμα. | If I risked a heist this big, I would definitely case the merchandise. |
Θα ρίσκαρα τη δουλειά μου για να το δω πάνω σας. | I'm going to risk my... just to see you in it. |
Καλά, θα μου πείς τουλάχιστον για ποιό λόγο ρίσκαρα μια ζωή; | Well, are you at least going to tell me what I risked life and digit for? |
Θα ρίσκαρες όλη σου την καριέρα, το μέλλον σου; | You were willing to risk your entire career, your future? |
Επειδή ρίσκαρες να πας φυλακή για να πιάσεις τη Γάτα. | For risking prison to capture The Cat. |
Θα ρίσκαρες να χτυπήσεις την Δρ. Γουήερ; | And risk hurting Dr. Weir? |
Δεν ήθελα να πεθάνεις. Ώστε ρίσκαρες την Αποθήκη και τον κόσμο μόνο για να με σώσεις; | So you risked the Warehouse and the world just to save me? |
Δεν θα το ρίσκαρες αλλιώς. | You wouldn't risk it, otherwise. |
Δεν ξέρω αν το παρέβλεψες, αλλά ρίσκαρε και τη δική του ζωή. | It may have slipped your mind, but he also risked his life. |
Κι αυτόν που ενδιαφερόταν για κείνη... τον μόνο που θα τα ρίσκαρε όλα, δεν τον ήθελε. | The one man who cared about her, the one willing to risk it all, is the person she doesn't want. |
Ο Μαχέση ρίσκαρε τη ζωή του για όλες μας τις αποστολές. | Mahesh risked his life for all our missions. |
Ο πατέρας δεν θα ρίσκαρε τις ζωές των ιπποτών για έναν υπηρέτη. | Father would not risk the lives of his knights for a servant. |
Θέλω να πω, ρίσκαρε τη ζωή του για να πει αντίο στον Κόλιν. | I mean, he risked his life to say goodbye to Colin. |
Αρκετά ρισκάραμε τις ζωές μας, για ένα κοριτσάκι που χάθηκε. | Enough risking our lives for a little girl who's gone! |
Πoλλoί από μας θα ρισκάραμε τη ζωή μας για να τoν σκoτώσoυμε. | There are many of us, both Ekosians and younger Zeons who would gladly risk our lives to kill him. |
Ήξερα πιο καλά από σένα τι ρισκάραμε. | I knew more than you what we were risking. |
"Δεν ρισκάραμε τα πάντα για αυτά τα λεφτά για να τα αφήσεις να σου καταστρέψουν τη ζωή." | "We didn't risk everything to get this money so you could let it ruin your life." |
Άκουσε με, ρισκάραμε τη ζωή μας. | Listen to me, we risked our lives |