Όταν την αφήνεις είναι σαν να ρεύεσαι, μερικές φορές καλύτερο. | A fart's just as good as a burp, David, sometimes even better. |
Δεν ρεύεσαι τόσο πολύ. | You don't burp so much. |
Πατέρα, υποσχέθηκες να μη ρεύεσαι στο γάμο μου. | Father, you promised nary to burp for my marriage! |
Σε είδα πως ρεύεσαι. | I've seen her burp you. |
"Φρανκ κάλυψε το στόμα σου όταν ρεύεσαι." | "Frank, cover your mouth when you burp. " |
Συγχώρα με, φιλαράκο... αλλά αν μόνο όταν ρευόμαστε ή τις αμολάμε... μας καταλαβαίνεις, μάλλον δεν θα τα λέμε συχνά! | Now excuse me, pal... if it's only when we burp or fart... that you understand us, we won't be chatting much! |
Είναι σαν να ρεύονται οι κανονικοί άνθρωποι. | It's like normal people burping. |
Τα πτώματα ρεύονται; | Corpses burp? |
Και θα μπορείς να... τους κάνεις να ρεύονται και να κλάνουν όσο θέλεις. | And you can... you can burp and fart the little rats till you pass out. |
Είναι σαν να σε ανάγκασα ν' αναλάβεις αυτή την υπόθεση επειδή μέσα μου ρεύτηκα ήσυχα. | But, Leo's right. I sort of forced you into this case because I was quietly burping, on the inside. |
Ναι, ρεύτηκα. | Yeah, I burped. Do you whiff it? |
Μόλις ρεύτηκα στρείδια, πράγμα περίεργο, γιατί δεν έφαγα κανένα. | I just burped up clams casino which is weird 'cause I didn't have any. |
Ναι... είναι γιατί ρεύτηκα, πριν καθίσω. | Yeah, that's because I burped right before I sat down. |
Αυτό ήταν το τρίτο ραντεβού. Και ρεύτηκα μερικές φορές. | That was our third date, and I just burped a few times, thank you very much. |
Θα σου πω γιατί, επειδή δυο χρόνια πριν, εσύ ρεύτηκες στο πρόσωπό μου μετά που είχες φάει Ινδικό και είναι ώρα για εκδίκηση. | I'll tell you why... because two years ago, you blew an Indian-food burp right in my face, and it's payback time. |
Στο προηγούμενο... ρεύτηκες κατά την διάρκεια. | The one before, you burped in the middle of it. |
- Τίποτα, ένα ρέψιμο. - Γιατί ρεύτηκες; | - Nothing, it was a burp. |
Έχασες ένα βαθμό επειδή ρεύτηκες, αλλά είναι αξιοσέβαστο σκορ. | You lose one point for burping your wine, but all in all it was a respectable score. |
Νομίζω πως μόλις ρεύτηκε ο κουβάς. | I think the bucket just burped. |
- Μόλις ρεύτηκε. | - She just burped. |
Μπα, μάλλον ρεύτηκε. | No, maybe she burped. |
Όταν του ζήτησα δωρεά ρεύτηκε και μου είπε ότι ήταν για τα παιδάκια. | But when I asked cole for a donation, He burped in my face and told me it was for the kids. |
Εδώ στα δεξιά είναι το εργοστάσιο της Budweiser... το οποίο στην καλύτερη νύχτα... μυρίζει σαν κάποιος να ρεύτηκε στο πρόσωπό σου. | Okay, so, coming up on the right, you know, we have the Budweiser brewery, which... on a good night... smells like someone burping right in your face. |
Άπλμπλατ, ρέψου όταν είσαι έτοιμος. | Appleblatt, burp when ready. |