Έχω ακούσει ότι να προφητεύεις είναι από τα λιγότερο προσοδοφόρα επαγγέλματα. | I've found that prophesying is one of life's less profitable occupations. |
Επειδή εν μέρει γνωρίζουμε και εν μέρει προφητεύουμε." | For we know in part, and we prophesy in part." |
Freya: προφητεύουν Του εκπληρώνεται. | Freya: His prophesy is fulfilled. |
Θα φέρει την καταστροφή που προφήτευσα. | She will bring the disaster l have prophesied. |
Έτσι, αφού προφήτευσε ότι το τέλος του κόσμου θα έρθει το 1999, αυτό σημαίνει ότι θα εκπληρώσουμε την προφητεία του, επισπεύδοντας την Αποκάλυψη; | So when the guy prophesied that the world would end in 1999, which he did... does that therefore mean that we're fulfilling the prophecy... by precipitating the Apocalypse? |
Αλλά ένας σοφός της αρχαιότητας προφήτευσε Ότι αν ο βασιλιάς μπορούσε να βρει το Αστέρι πριν περάσουν δέκα χρόνια, η πριγκίπισσα θα επέστρεφε. | But an ancient sage prophesied that if the King could find the Star before ten years had passed, - |
Αν θέλεις να το δεχτείς, Αυτός είναι που ο Ηλίας προφήτευσε ότι θα έρθει. | If you are willing to accept it, he is that Elijah whose coming was prophesied. |
Αυτό προφήτευσε. | This is what was prophesied. |
Οι γραφές προφήτευσαν την επιστροφή του Χριστού. | The scriptures prophesied the return of Christ. |
Ποτέ όμως δεν προφήτευσαν πότε ή πώς θα επιστρέψει. | They never prophesied how or when. |
Μα μιας και ήταν αρχιερέας εκείνη τη χρονιά... προφήτευε ότι ο Ιησούς θα πέθαινε για το Ιουδαϊκό έθνος... και όχι μόνο για το Ιουδαϊκό έθνος... μα για να συναθροίσει σε ένα σώμα τα διασκορπισμένα τέκνα του Θεού. | Rather, as he was High Priest that year... he was prophesying that Jesus was going to die for the Jewish people... and not only for them, but also to bring together into one body... all the scattered people of God. |
Και σφυρηλάτησε γιαυτόν ένα σημάδι, προφητεύοντας ότι μια μέρα ένας Αγκαγκίτης έρθει, ένας απόγονος των 'γκαγκ, ο οποίος τελικά θα έπαιρνε την εκδίκηση για τους Εβραίους. | And she forged for him a mark, prophesying that one day an Agagite would arrive, a descendant of Agag, who would finally exact vengeance upon the Jews. |
Μίλησε για επερχόμενη καταστροφή, προφητεύοντας ότι οι δαίμονες του βουνού με χαρά θα δοκίμαζαν στα άκρα τους ορειβάτες του ΄Εβερεστ. | He spoke of disaster to come, prophesying that the mountain's demons would delight in forcing the climbers off Everest. |
Είχαν προφητεύσει ότι θα νικούσε το Κακό. | - He was prophesied to destroy evil. |
Η Δημιουργός η ίδια έχει προφητεύσει πως θα μας δώσει τη Λίθο των Δακρύων. | The Creator herself has prophesied that he will deliver us the Stone of Tears. |
Μεγάλε Σατανά, σας θερμοπαρακαλούμε να αποδεχθείς αυτή τη θυσία, της μητέρας σου, της γυναίκας που κουβαλούσε το σπέρμα του 666, την γυναίκα που σ΄έφερε στον κόσμο, και ρίξε σ' εμάς την βλαστήμια, όπως τα βιβλία του ουρανού και της κόλασης έχουν προφητεύσει. | Mighty Satan, we entreat you to accept this sacrifice... of your very own mother... The woman who bore your seed for 666, the woman who brought you to term... That you may return to us in blasphemy... as the books of heaven and hell have prophesied. |