"Λοιπόν, δεν θέλεις να προσποιούμαι;" | "Well, don't you want me to pretend?" |
"Πρέπει να προσποιούμαι ότι είμαι." | "I have to pretend that I am." |
# Όταν τα αισθήματά μου αναδύονται δεν υπάρχει λόγος να προσποιούμαι. | "When my emotions emerge no reason to pretend." |
# Δεν προσποιούμαι # | # I'm not one to pretend # |
- Δεν θέλω να προσποιούμαι. | - I don't want to pretend. |
"Γι' αυτό πρόσεξε ποιον προσποιείσαι. " | "So be careful who you pretend to be. " Oh, my god. |
"Είσαι αυτός που προσποιείσαι. " | "You are who you pretend to be. " |
"Μην προσποιείσαι ότι είσαι ο τύπος." | "You don't pretend to be the character. |
"Μην προσποιείσαι ότι είσαι ο τύπος. | "You don't pretend to be the character. |
"Οπότε σταμάτα να προσποιείσαι και..." "..συνάντησέ με στη ζούγκλα, κοντά στην εθνική οδό." | 'So stop pretending and... ' '... meet me in jungle nearthe highway.' |
"Ο εραστής μου, ένας μπάτσος αδερφή που προσποιείται πως είμαι γυναίκα, | "My lover, a queer cop who pretends I'm a woman, |
- Για φαντάσου... - Ναι. ... ένα ολόκληρο βιβλίο για ένα αγόρι ...που δολοφονεί τη μητέρα του και σκοτώνει τον πατέρα του και προσποιείται ότι όλα ήταν ένα ατύχημα. | Just imagine a book all about a boy who murders his mother and kills his father and pretends it's all an accident. |
Άρα, διαρρέει την πληροφορία για την συνομωσία, προσποιείται ότι προσπαθεί να σταματήσει την επίθεση, και με τον χρόνο που έχει κερδίσει, προετοιμάζει το έδαφος. | So, he leaks the information about the plot, pretends to act towards stopping the attack, and, with the time that he's bought, gets his chicks in a row. |
Ένας μεσήλικας νταβατζής που προσποιείται πως είναι ο δικαστής όλων των σωστών και καλών πραγμάτων στον κόσμο. | A middle-aged pimp who pretends to be the judge of all that is right and good in the world. |
Έχει φάση γιατί πάντα προσποιείται ότι την πατάει. | He's cool 'cause he always pretends to fall for it. |
"Όχι, δεν θα κάνω πια συνεδρίες... όπου προσποιούμαστε τα αδέλφια". | "No, I won't do any more sessions where we are pretending to be brother and sister." |
"Ας σταματήσουμε να προσποιούμαστε πως είμαστε καλά... "επειδή κανείς δεν είναι καλά." | "let's stop pretending to be OK because no one is OK." |
"Είμαστε όλες ημίγυμνες, και προσποιούμαστε πως δεν μας βλέπουν τ' αγόρια. | "We are all half-dressed, pretending we can't be seen by the boys. |
'ρα... προσποιούμαστε πως ποτέ δεν ήμασταν στο εστιατόριο "Το Καμμένο Τοστ"; | - So we're pretending that we've never been To the burnt toast diner? |
- 'Εστω, ας προσποιούμαστε. | Well, pretend we do. |
"Αρχίστε να προσποιείστε ότι δουλεύετε". | "Start pretending to do work. " |
- Ύπουλο, προσποιείστε πως δεν ξέρετε. | Sly devil, pretending you don't know. |
- Δεν χρειάζεται να προσποιείστε. | Oh, you don't have to pretend. |
-Μην προσποιείστε. | - You don't have to pretend. - Aunt. |
Έχετε τραβήξει σπαθιά αλλά προσποιείστε ότι είστε ειρηνικοί; | You've drawn swords but pretend to be peaceful? |
"Ζω σε έναν κόσμο γεμάτο ανθρώπους που προσποιούνται ότι είναι κάτι που δεν είναι". | "I live in a world full of people pretending to be something they're not. |
"Οι Αμερικάνοι δεν έχουν πια την πολυτέλεια να προσποιούνται πως ζουν σε μια σπουδαία κοινωνία..." | "Americans can no longer afford to pretend they live in a great society." |
'νθρωποι σαν αυτόν, προσποιούνται ότι το καταλαβαίνουν αυτό. | People like him pretend they understand this. |
- Mom είπε ότι ήταν προσποιούνται ακριβώς, | - Mom said they were just pretend, |
'Εκανα τεράστια προσπάθεια και προσποιήθηκα δεν ήταν καθόλου πραγματικό. | I made the most tremendous effort and pretended it wasn't real at all. |
- Όχι, αλλά προσποιήθηκα. | No. But I pretended to. |
΄Εβγαλα το σκαρί του στη θάλασσα, του άνοιξα τρύπα... το βύθισα και προσποιήθηκα ότι αυτός πνίγηκε. ΄Επαιξα την τεθλιμμένη χήρα και τα μάζεψα για να πάω στην πόλη. | So I took his 15-footer out into the bay cracked the hull with a hatchet and sunk her and pretended he was drowned and played the grieving widow and packed my bags to leave town. |
Έτσι κι εγώ προσποιήθηκα... | So I pretended... |
Έτσι, προσποιήθηκα ότι θα το σκεφτώ ενώ πίναμε... και... | So I pretended to think about it while we were drinking, and... |
- Αλλά σίγουρα προσποιήθηκες ότι είσαι ανώτερη και ηθικολόγα, ενώ η αλήθεια είναι ότι... | - But you definitely pretended to be all high and moralistic when the truth is... |
- Και προσποιήθηκες; | - And you pretended? |
-Και προσποιήθηκες πως είσαι φίλος μου. | You pretended to be my friend. You... |
Έχεις ακόμα εκείνο το βιβλίο του Σαίξπηρ που σου έδωσα για τα γενέθλιά σου, εκείνο που προσποιήθηκες ότι σου άρεσε; | Do you still have thatook of Shakespeare sonnets that I gave you for your birthday, the one that you pretended to like? |
Ήθελες το διαμέρισμα, κι έτσι προσποιήθηκες τον παντρεμένο. | Well, you wanted the apartment, so you pretended to be married. |
- Εκείνη προσποιήθηκε ότι δεν ήξερε τίποτα. | - She pretended not to know. |
- Θυμάσαι εκείνον... που προσποιήθηκε πως έχει καρκίνο για να του πάρω μια περούκα; | - You remember the guy who pretended he had cancer so I would buy him the toupee? |
Alors, mesdames και messieurs, ο Πουαρό προσποιήθηκε, ότι επισκεύασε τον ασύρματο. | Alors, mesdames and messieurs, Poirot pretended to repair the wireless. |
Boylan προσπάθησε να ξεφύγει, είδα ένα περιπολικό να σηκώσει, και προσποιήθηκε πως ήταν αυτόπτης μάρτυρας, δεν είναι ένας δολοφόνος. | Boylan tried to escape, saw a patrol car pull up, and pretended to be an eyewitness, not a killer. |
Ένα λεπτό, γι αυτό η Vanessa Hansen έμεινε στο σημείο του εγκλήματος και προσποιήθηκε την γυναίκα του θύματος – χρειαζόταν τα αποτυπώματα του. | Wait a minute, that's why Vanessa Hansen stuck around the crime scene and pretended to be his wife-- she needed that print. |
"Για μια νύχτα, προσποιηθήκαμε οτι τίποτα δεν είχε αλλάξει" | "For one night, we pretended nothing had changed" |
Απλά προσποιηθήκαμε ότι δεν συνέβη ποτέ. | We just pretended it never happened. |
Κι έτσι είπαμε ψέματα προσποιηθήκαμε τον Τζος. | So we... we lied, pretended we were Josh. |
Ναι, προσποιηθήκαμε πως δεν είμαστε από την πόλη ώστε να κοιμηθούμε μαζί σας και να την κάνουμε το πρωί. | yes, we pretended to be from out of town so we could sleep with you and leave in the morning. |
Ο πατέρας μου κι εγώ προσποιηθήκαμε ότι δεν ξέραμε ο ένας τον άλλο. | And my father and I just pretended we didn't know each other. |
Και τότε έκανα αυτό που προσποιηθήκατε ότι κάνετε. | And then I did what you pretended to do. |
Μου έδωσε το χρόνο να σκεφτώ πολλά πράγματα, όπως γιατί προσποιηθήκατε ότι δεν μιλάτε Αγγλικά. | King's obligation reach into every corner of Siam. It has given me the time to think of many things, including why you pretended not to speak English. |
Ο γιος μου είναι νεκρός... και μου προσφέρετε λεφτά, επειδή προσποιηθήκατε, ότι τον θεραπεύετε; | My son is dead and you're offering me money because you pretended to treat him? |
γιατί προσποιηθήκατε για να με σώσετε; | Is that why you pretended to save me? |
'Ελάτε νά δείτε... προσποιήθηκαν ότι πήγαν στόν έκτο. | Come and take a look. They pretended to go to the sixth. |
Όλοι προσποιήθηκαν, ως συνήθως... για να μην φανεί τίποτα. | And everyone pretended, as usual, not to notice anything. |
Όχι, Ρουζιέρ. Μόνο προσποιήθηκαν. | No,Rougier,they only pretended to. |
Αλλά προσποιήθηκαν πως δεν γνωρίζονται. | But they had pretended not to know each other. |
Δεν θα περάσει την νύχτα στην φυλακή, και προσποιήθηκαν ότι με πίστεψαν όταν τους είπα πως η μυρωδιά στο αμάξι είναι αποσμητικό χώρου με μυρωδιά "μαύρου". | She's not spending the night in jail, and they pretended to believe me when I told them the smell in her car was skunk air freshener. |
- Απλώς προσποιούμουν. | - I was pretending. |
Όλοι έλεγαν ότι προσποιούμουν, για να μην πάω στο σχολείο. | Everyone used to tease me that I was pretending so I wouldn't have to go to school. |
Όχι, αλλά προσποιούμουν, που σημαίνει ότι σε αγαπάω. | I'm not, baby, but I was pretending to listen and so I think we can both agree that means I love you. |
Αλλά προσποιούμουν, προσποιούμουν λες και δεν είχα χάσει τα πάντα. | "But I was pretending, pretending as if I hadn't lost everything." |
Βλέπεις, προσποιούμουν. | Well, you see, I was pretending. |
Απλά σκέφτηκα ότι δεν την είχες δει την ταινία και προσποιούσουν το αντίθετο. | Well, no, I just thought you hadn't seen the movie and were pretending like you had. |
Επομένως... εσύ... προσποιούσουν ότι κοιμόσουν... για να με κατασκοπεύσεις. | So... you were... you were pretending to be asleep, in order to spy on me. |
Νόμιζα ότι προσποιούσουν και τότε... | I thought you were pretending, and then you just... |
Πρόκειται για το βιβλίο που έγραφες όσο προσποιούσουν πως είσαι άρρωστη; | Is this about that book you were writing - while you were pretending to be sick? |
- Γιατί ο Λοκ φοβόταν. Ακόμα και όταν προσποιούνταν πως δεν είναι. | - 'Cause Locke was scared even when he was pretending he wasn't. |
Έπρεπε να προσποιηθώ ότι δεν μου άρεσε, στον Κεντ, ενώ προσποιόμουν ότι μου άρεσε, όπως προσποιούνταν και αυτός ότι του άρεσε, αλλά δεν του άρεσε στην πραγματικότητα, ενώ εμένα μου άρεσε. | I had to pretend not to like it to Kent while pretending to like it like he was pretending to like it, but he didn't actually like it and I actually really liked it. |
Αν η Αδελφή Monica Joan προσποιούνταν ότι είχε καρδιακό επεισόδιο, τότε αυτή είναι η εγωίστρια. | If Sister Monica Joan was pretending to have a heart attack, then she's the one who's being selfish. |
Η Τζένα προσποιούνταν ότι ήταν έγκυος γιατί δεν μπορούσες να το κάνεις. | Jenna was pretending she was pregnant because you couldn't deliver the goods. |
Θα προσποιούνταν ότι θα έπεφτε, αλλά έπεσε στ' αλήθεια. | - right, so he was pretending to fall, And then he really fell. |
"Απλά προσποιήσου ότι είμαι νεκρή ή ότι δεν με γέννησες. | "Just pretend that I died or was never born. |
'λαν, αν αποτύχουν όλα τα άλλα και νομίζεις ότι έχασες προσποιήσου ότι κέρδισες. | Now, Alan, if all else fails... and you think you've lost, pretend you've won. Works for our president. |
- Απλά προσποιήσου πως είμαι αγόρι. | - Just pretend I'm a boy. - OK. |
- Απλά προσποιήσου ότι είναι εσύ | Just pretend this is you |
- Για ένα λεπτό, προσποιήσου ότι είμαι ηλίθιος. | Indulge me. For one second, pretend that I'm an idiot. |
"Αν ένας άπειρος σερβιτόρος τα κάνει μαντάρα, θα πρέπει να προσποιηθείτε ότι δεν τον είδατε." | "If an inexperienced servant blunders, "you should pretend not to notice. |
- Απλά προσποιηθείτε, | - Just pretend. |
- Εσείς οι δύο προσποιηθείτε ότι είστε μαζί. | - You two, pretend you're together. |
- Τουλάχιστον προσποιηθείτε. | You should at least pretend to interview me. Dr. Hodgins, your file is complete. |
Άπλα προσποιηθείτε σαν να ειναι ένα δωμάτιο του Jonathan πως είναι στο όνομα του. | Just pretend it's a room full of Jonathan what's-his-names. |
Έπρεπε να είχα προσποιηθεί ότι δεν άκουσα, ότι δεν ήξερα τι έκανε? | Should I have pretended I hadn't heard, that I didn't know what she was doing? |
Έχεις προσποιηθεί ποτέ ότι γράφεις το τηλέφωνο κάποιου; | Okay, question - have you ever pretended to write down a guy's phone number? |
Έχεις προσποιηθεί ότι ήσουν ο Κόστιγκαν από την Ν.Βοστόνη. | You've already pretended to be a Costigan from South Boston. |
Έχεις προσποιηθεί ότι δεν ήσουν εκεί πριν; | Have you pretended not to be there before? |
Έχω προσποιηθεί ότι είμαι σε μονομαχία με αληθινά ξίφη... - Δύο φορές. | I've pretended to have a duel with actual swords twice. |