Εσύ προκαθορίζεις τη τοποθεσία παράδοσης, δηλαδή εκεί που θα κρύψει το εμπιστευτικό γράμμα και μετά καθορίζεις μια άλλη στιγμή αργότερα για να το παραλάβεις. | You predetermine the location to drop, id est, hide the lettre confidentielle in question and then arrange a later time for retrieval. |
Εννοώ, σ' αυτό το βιβλίο λέει ότι το όνομα προκαθορίζει την προσωπικότητα του ανθρώπου. | I mean, it says in this book that a first name predetermines the human being's personality. |
Αυτή η ιδέα ότι η αστρονομία μπορεί να προβλέψει την συμπεριφορά της φύσης στηριζόμενη στις κινήσεις των ουρανίων σωμάτων είναι που μπερδεύεται με το δόγμα της αστρολογίας. Την πίστη δηλαδή ότι οι κινήσεις στον ουρανό προκαθορίζουν την μοίρα μας. | This idea of astronomy predicting the behavior of the natural world based on the motion of the heavens, gets mixed with the dogma of the astrology the belief that the motion of heavens predetermined our fate. |