Θεωρώ πως είναι καθήκον μου να προβλέπω το μέλλον. | I consider it very much my role to foresee the future. |
- Εσύ τι προβλέπεις για τον εαυτό σου; | What do you foresee for yourself? |
Και προβλέπεις αλλαγή; | And do you foresee that ever changing? |
Κατέχεις την ικανότητα να προβλέπεις το μέλλον. | - You are able to foresee the future? |
"Αυτός που προβλέπει τις συμφορές τις υποφέρει διπλά". | "He who foresees calamities, suffers them twice over." |
Δεν προβλέπει κανένα πρόβλημα. | He foresees no problems from such an experiment. |
Καίσαρ, είναι καλό αυτό το όνειρο γιατί προβλέπει το αντίθετο. | Caesar, that's a good dream which foresees the opposite |
αυτό προβλέπει ο θείος λόγος... αυτό που δε μπορεί να προβλέψει δυστυχώς ειναι τα λάθη που θα σε οδηγήσουν εκει. | This is what our divine reason foresees. That which it can't foresee... sadly, are the errors it will lead you to. |
Για την ώρα δεν προβλέπουμε μεγάλη πρόοδο. | For the time being, we can't foresee great progresses. |
Δεν προβλέπουμε μεγάλα προβλήματα. | We don't foresee any big problems. |
Δεν προβλέπουμε τίποτα παρά μόνο καταστροφή. | We foresee nothing but disaster. |
Θα πρέπει να τα προβλέπουμε όλα! | Leave nothing to chance. Gotta foresee everything. |
Να προβλέπετε τις δολοφονίες ή τις ληστείες τραπεζών. | You could foresee murders or bank robberies. |
Τι άθλιο μέλλον μού προβλέπετε! | What a miserable future you foresee for me. |
Αν μπορέσουν να χαρτογραφήσουν τις νευρικές της οδούς, θα μπορούν να προβλέπουν τις κινήσεις των μετοχών τους, ή να βλέπουν τα αποτελέσματα εκλογών... | I mean, if they can map her neural pathways, they'll be able to predict the movements of their stocks, foresee the outcomes of elections, you name it. |
Διότι προβλέπουν θάνατο από την διαταγή σου. | Because they foresee death by your command. |
΄Οπως τα προέβλεψα. | As I foresaw. |
Μετέδιδα ονόματα, ημερομηνίες και συζητήσεις, και ήξερα ότι κάπου, κάποτε, κάποιος θα δράσει επ' αυτών, αλλά ποτέ δεν προέβλεψα το βασανιστικό αίσθημα της... | I relayed names, dates and conversations, and I knew somewhere, sometime, somebody was going to act upon them, but I never foresaw that gnawing feeling of... |
Το προέβλεψα και έφερα κάτι γι' αυτό. | I foresaw that and provided for it. |
Εσύ ήσουν που μου είπες πως προέβλεψες ότι θα γίνεις Βασίλισσα. | Mother... Lizzie, it was you who told me you foresaw you would be Queen. |
Το αίμα που έχει χυθεί, ακόμα και το αίμα μου, Ήταν λόγω του ότι προέβλεψες. | The blood that has been spilled, my blood yet, was because of what you foresaw. |
Τον προορισμό που προέβλεψες. | The destiny you foresaw. |
Ακόμα και ο Στρατηγός το προέβλεψε αυτό. | Poor General, he foresaw all this, you know. |
Αλλά ποτέ δεν προέβλεψε ότι ένας μπάτσος θα ολοκλήρωνε το χτύπημα. | But he never foresaw that a cop would carry out the hit. |
Αυτά είναι τα γεγονότα πού προέβλεψε η Πωλίν με τη σειρά που τα έλαβα. | These are the events that Pauline foresaw in the order that I got them. |
Δίνουμε 3 εβδομάδες διορία για να μπορέσουν οι στρατιωτικοί στο εξωτερικό να ψηφίσουν, και κανείς δεν προέβλεψε πόσο κρίσιμες θα ήταν αυτές οι ψήφοι, | We allow three weeks to enable the servicemen abroad to cast their votes, and nobody foresaw how crucial those votes might be, |
Δεν μπορώ καν να πιστέψω ότι ο Τζέφερσον προέβλεψε για φυλακισμένο έναν ακέφαλο. | I can hardly believe Jefferson foresaw holding a headless man prisoner. |
Δε νομίζω ότι προβλέψαμε ότι αυτό θα ήταν πρόβλημα. | I don't think we foresaw that being a problem. |
Εδώ προβλέψαμε ακριβώς τις επιπτώσεις... των σχεδίων λιτότητας, που υιοθέτησε η χώρα. | Here, we foresaw exactly the effects of the austerity plans adopted by the country. |
Η μητέρα σου και εγώ, προβλέψαμε την επερχόμενη καταστροφή. Και πήραμε τα κατάλληλα μέτρα για την επιβίωση σου. | Your mother and I foresaw the coming calamity and we took certain steps to ensure your survival. |
Λοιπόν, είναι πιθανόν ότι οι άνθρωποι σας προέβλεψαν κάποια καταστροφή,... και έστειλαν τους πιο ανήμπορους σε ασφαλές μέρος. | Well, it's possible that your people foresaw a disaster... ..and sent the most helpless to safety. |
Δεν πρόβλεψε τη συμμαχία μεταξύ Μάρκου Αντώνιου και Οκταβιανού. | He failed to foresee an alliance between mark Antony and Caesar's heir, Octavian. |
Ο Καιρός σας δεν πρόβλεψε βροχή; | The weather forecasts didn't foresee the rain? |
Σε αυτή την αποδυναμωμένη κατάσταση ήταν δυνατόν ο Στάρμπακ να μην πρόβλεψε τη μοιραία επίπτωση του έργου του. | In his weakened state, it was possible that Starbuck did not even foresee the ominous implications of his work: |
"Παραδόξως εξαφανίστηκε και θεωρείται νεκρός"... "μετά την επίθεση που τόσο καθαρά είχε προβλέψει". | Ironically, the senator disappeared and was presumed dead following the attack he had foreseen so clearly. |
- Έχεις προβλέψει. | - You've foreseen. |
- Έχω προβλέψει... | - Now, I've foreseen... |
- Πως ακριβώς μπορούσε ο σταθμός να είχε προβλέψει, την αυτοκτονία του Μέισον; | How exactly could the radio station have foreseen Mason's suicide? |
Clever ή όχι, δεν μπορείτε να περιμένετε τον να είχε προβλέψει μια γιγαντιαία, ηλίθιος πίθηκος σε μια καρέκλα γραφείου με πυροσβεστήρα, μπορεί να σας; | Clever or not, you can't expect him to have foreseen a gigantic, idiotic ape in an office chair with a fire extinguisher, can you? |