Φύλο, ηλικία και φυλή θυμάτων ποικίλλουν. | Victims vary in age, race, gender. |
Όπως οι εποχές των τυφώνων, έτσι και τα ηλιακά μέγιστα ποικίλλουν σε ένταση. | Just like hurricane's seasons, solar maximums vary in intensity. |
Συν... ότι έχω παντελόνια που ποικίλλουν σε μέγεθος. | Those must belong to somebody else. Plus... I have pants that are varying in size. |
Πως γίνεται οι συνηθισμένες διατάξεις να ποικίλλουν; | How can a usual formation vary? |
Εξαρτάται από την εποχή. Οι τιμές ποικίλλουν ανάλογα. | Paint prices vary with the by season. |
Um... κάθε χαρακτήρας θα ποικίλουν σε μέγεθος από το στενότερο... ένα πεζό "I"... Στην ευρύτερη... το κεφαλαίο "W." | Um... each character will vary in size from the narrowest... a lowercase "I"... to the widest... the uppercase "W." |