Όποτε σκοπεύεις να αναφέρεσαι στο θάνατο του Will, και να του πιστώνεις την συμπεριφορά μου, συγκρατήσου. | Whenever you're tempted to bring up Will's death and credit my behavior to it, resist. |
Στη πραγματικότητα υποπτεύομαι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι είναι πιο έξυπνοι απ' όσο τους πιστώνεις. | In fact I suspect most people are smarter than you give them credit for |
Τον μπερδεύουν. Ο Λεμ είναι πολύ πιο έξυπνος απ' όσα τον πιστώνεις, κουκλάρα. | Lem is a lot smarter than you give him credit for gorgeous. |
Του πιστώνεις πολλά ελαφρυντικά Νικ. | You give him too much credit, Nick. |
Σε αντάλλαγμα η τράπεζα πιστώνει στο λογαριασμό μας το ίδιο ποσό γι αυτό το "λεγόμενο" δάνειο. | In return the bank credits our account in the same amount as the so-called loan. |
Το υπουργείο ΄Αμυνας πιστώνει την τράπεζά μας. | The MOD credits our bank. |
Φέρνετε αυτό, έχω παραδώσει ου ε πιστώνει τον εαυτό μου. | You bring this in, I deliver th e credits myself. |
- Ας μην το πιστώνουμε τόσο πολύ σε 'μας. | Let's not give ourselves too much credit. |
Εμείς πιστώνουμε τους λογαριασμούς των πρακτόρων της 5 και της SΑS. | We credit the accounts of agents working for 5 and SIS. |
Μου πιστώνετε περισσότερα από ό,τι αξίζω, κύριε. | You do me more credit than I deserve, sir. |
Μου πίστωσαν την βοήθεια, όχι; | They credited me the assist, no? |