Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Πιστολίζω (dash) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
πιστολίζω
πιστολίζεις
πιστολίζει
πιστολίζουμε
πιστολίζετε
πιστολίζουν
Future tense
θα πιστολίσω
θα πιστολίσεις
θα πιστολίσει
θα πιστολίσουμε
θα πιστολίσετε
θα πιστολίσουν
Aorist past tense
πιστόλισα
πιστόλισες
πιστόλισε
πιστολίσαμε
πιστολίσατε
πιστόλισαν
Past cont. tense
πιστόλιζα
πιστόλιζες
πιστόλιζε
πιστολίζαμε
πιστολίζατε
πιστόλιζαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
πιστόλιζε
πιστολίζετε
Perfective imperative mood
πιστόλισε
πιστολίστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'dash':

None found.