Για αυτό πρέπει να πασχίζεις. | That's what you need to strive for. |
Πρέπει να πασχίζεις, να παλεύεις και να έχεις στενή σωματική επαφή. | No, one ought to strive and wrestle and be physically close. |
Θα γίνεις γνωστός, ως αυτός που πασχίζει για δικαιοσύνη, ανεξάρτητου φυλής, χωρίς προκαταλήψεις. | You will be known as a man who truly strives for justice, blind to race, unfettered by prejudice. |
Όπως όλοι πασχίζουμε για την τελειότητα που δε μπορούμε ποτέ ν' αποκτήσουμε, έτσι κι η εκκλησία θα αλλάζει πάντα. Θα επεκτείνεται ή θα καταρρέει μερικώς. | Just as human perfection is something we all strive for and can never attain, so this church will forever be changing, growing, crumbling at times, |
Αν όμως ο Θεός μας έφτιαχνε τέλειους, γιατί να πασχίζουμε να βρούμε την σωτηρία; | But if God made us perfect, why strive to be worthy of salvation? |
Αυτά τα παιδιά είναι το μέλλον που πασχίζουμε γι' αυτό. Ωστε να μπορούν να έχουν τα καλύτερα πράγματα. | These children are the future that we strive for, and so they should have the very best of things. |
Για να είμαι πιο ακριβής, πασχίζουμε να ελέγξουμε τα αισθήματα. | More accurately, we strive to control our feelings. |
Είναι ο ωραιότερος άνδρας της ρωσικής αυλής, ψηλός και με τη μορφή ελληνικού θεού... ένα πρότυπο τρόπων και διαγωγής το οποίο όλοι πασχίζουμε να μιμηθούμε. | He's the handsomest man in the Russian court, tall and formed like a Greek god... a model in fashion and deportment which all of us strive to follow. |
Απο την αυγή των αρχαίων χρόνων, ο άντρας και η γυναίκα πασχίζουν για να βρουν τον τέλειο σύντροφο. | Kieran... since the dawn of ancient times, men and women have striven to End the perfect mate. |
Και οι πολίτες δεν πρέπει να πασχίζουν για την τελειότητα; | And civilians can't strive for individual excellence? |
Και γι' αυτό πασχίζαμε. | And that's what we were striving for. |
Για να προδώσουμε τα πιστεύω μας, Μέρλιν, αυτό θα καταστρέψει ο,τι έχουμε πασχίσει. | To betray our beliefs, Merlin, that is what would destroy everything we've strived for. |