Ενοχές που παραποίησες της ενδείξεις. | You feel guilty about falsifying the evidence? |
Υποστηρίζουν επίσης, ότι παραποίησες την κατάθεση και τα στοιχεία. | They're also claiming that you falsify testimony and concealed evidences. Well, it's all loose. |
Γιατί παραποίησες μία αναφορά; | Why would you falsify a report? |
Κατηγορήθηκε ότι παραποίησε δεδομένα έρευνας και απολύθηκε το 2001. | He was accused of falsifying research data and fired by their government in 2001. |
Η εταιρία παραποίησε τους λογαριασμούς της για να μην της επιρριφθούν οι ευθύνες για την κατάχρηση του Χέρλι. | The company is falsifying its records So it's not on the hook for hurley's embezzlement. |