Γνωρίζω ότι δεν πρέπει να παραλείπω καμία λεπτομέρεια. Αντιθέτως, πρέπει να επιτείνω και την παραμικρή λεπτομέρεια... που μπορεί να διαφωτίσει την προσωπικότητά σας... ή να διεγείρει κάποιο πάθος σας! | I know I was urged to omit no detail, to go into the least particulars, whenever they can clarify the human personality, or a given kind of passion. |
Είναι συχνό να παραλείπεις πληροφορίες σε δύσκολες υποθέσεις για να αφήσεις ανοιχτό το δρόμο για αυτούς που έχουν κολλήσει στην κοινωνία. | It's common to omit certain information on difficult cases in order to clear a path in the world for those stuck in the weeds. |
Συνέχεια το παραλείπεις αυτό. | You keep omitting that word, Ephany. |
Όπως ξέρετε ίσως... η Βίβλος παραλείπει περίπου 30 χρόνια απ'τη ζωή του Μωυσή. Από τότε, δηλαδή, που ήταν μωρό τριών μηνών... και τον βρήκε στους πάπυρους η Βίθια, η κόρη του Φαραώ... και τον υιοθέτησε... μέχρι που έμαθε ότι ήταν Εβραίος... και σκότωσε τους Αιγύπτιους. | As many of you know, the Holy Bible omits some 30 years of Moses' life, from the time he was a three-month-old baby and was found in the bulrushes by Bithiah, the daughter of Pharaoh, and adopted into the court of Egypt until he learned that he was Hebrew |
Αν και μερικές φορές παραλείπει τη συγκάλυψη εντελώς. | Although sometimes she omits the veil entirely. |
Δεν θέλει να ψηφίζω, απλώς παραλείπει τις πληροφορίες... και με αφήνει στο μηδέν. | She doesn't want me to vote, she simply omits the information... leaving me with zero. |
Η CIA μπορεί να δείχνει τη δύναμή της με πολλούς εντυπωσιακούς τρόπους αλλά η αληθινή δύναμη δεν βρίσκεται στο τι λέει κάποιος αλλά σ' αυτό που παραλείπει. | The CIA may flex its power in many impressive ways, but real power lies not in what one says, but what one omits. |
Μερικά πράγματα τα γράφουμε με έντονα γράμματα και καυχιόμαστε γι' αυτά στην συνέντευξη, μερικά πράγματα τα παραλείπουμε και ελπίζουμε να μην μας ρωτήσει κανείς γι' αυτά. | Some of the stuff we put in bold and we brag about in the interview, some of the stuff we omit and hope no one asks us about it. |
Είναι σημαντικό να μην παραλείπετε τις λεπτομέρειες. | You mustn't omit any details. |
Μην παραλείπετε την βαριά προσφορά τους σ' αυτό. | Do not omit the heavy offer of it |
Γιατί οι Εβραίοι συγγραφείς της Βίβλου παραλείπουν όλα τα σημαντικά ονόματα των Αιγύπτιων φαραώ; | Why did the Hebrew authors of the Bible omit all of the important names of the Egyptian pharaohs? |
Οι άνθρωποι παραλείπουν πράγματα μόνο όταν ξέρουν ότι θα τους δημιουργήσουν πρόβλημα. | And people only omit things that they know are gonna get them in trouble. |
Ίσως να παρέλειψα μερικές πληροφορίες κατά καιρούς. | I may have omitted certain pieces of information from time to time. |
Απλά παρέλειψα κάμποσα. | I've just omitted a great deal. |
Απλά...παρέλειψα ορισμένες αλήθειες. | I just... omitted certain truths. |
Η διαδικασία καθυστέρησης για τα δελτία Τύπου είναι παλιά... προ Ανοιχτής Κυβέρνησης, και αδικαιολογήτως παρέλειψα να την ακυρώσω. | The procedure of the holding up of press releases dates back to before open government, and I unaccountably omitted to rescind it. |
Ήθελες να με κάνεις περήφανη, οπότε είπες ψεμ... παρέλειψες την αλήθεια, το οποίο ήταν κάπως επιζήμιο, αλλά ανθρώπινο. | You wanted to make me proud, so you li... omitted the truth, which was kind of self-defeating, but human. |
Αλλά όσο και να θέλω να δείξω ανοχή δεν μπορώ να παραλείψω το γεγονός, ότι παρέλειψες να μου αναφέρεις ένα στοιχείο υψίστης σημασίας. | But whatever allowances I make, I cannot escape the fact that you have omitted one piece of evidence of the paramount importance. |
Αυτό είναι σωστό, μόνο που παρέλειψες την τελευταία και πιο σημαντική λέξη: | That is correct, except that you omitted the last and most important word. |
Μου φαίνεται ότι παρέλειψες κάνα δυο σημεία σήμερα το απόγευμα. | It seems you omitted a few high spots this afternoon, didn't you? |
- To "πόρνη" το παρέλειψε. | "Hooker" was a fact she omitted. |
- Έγιναν δοκιμές μόνο που κάποιος παρέλειψε όλους τους θανάτους. | There were tests done, only someone omitted all the fatalities. |
- Ναι, το παρέλειψε. | Yes, omitted. |
Έχει αρκετά σώας τας φρένας για άλογα. Ο Λοχαγός Μακέχνι επέστρεψε, αλλά παρέλειψε να πάρει διαζύγιο. | Captain McKechnie HAS returned from leave, sir, but he omitted to get divorced. |
- Το παραλείψατε αυτό χθες, κε Ουίντερς. | You seem to have omitted that yesterday, Mr. winters. Oh, my God. |
Ένα γεγονός που αθώα παραλείψατε από την εισαγωγή. | A fact you conveniently omitted from my intro. |
Μία μικρή λεπτομέρεια που αυτές οι εφημερίδες φαίνεται να παρέλειψαν. | That's a minor detail these newspapers seem to have omitted. |
Απλά παράλειψε μερικά. | You don't have to lie. You omit. |
Απλά παράλειψε. | Just, no, no, you omit. |
Την 'ιντα στα Γερμανικά. παραλείποντας την δεύτερη πράξη που είναι πολύ μεγάλη και όχι τόσο καλή. | Aida, in German omitting the second act, which is too long and not too good. |
Είχα παραλείψει να σου πω το πόσο πάντοτε σε αγαπούσα, το πόσο σε χρειαζόμουν.. το πόσο σε λαχταρούσα το πόσο αδύνατο θα ήταν το όποιο είδος ζωής, χωρίς εσένα. | I've omitted to tell you how much I've always loved you, needed you desired you how impossible any kind of life would be without you. |
Το είχα παραλείψει αυτό ελπίζοντας πως δεν με ρωτήσει κανείς, αλλά το έκανες. | Now, I had omitted that in hopes that no one ever asked me, but you did. |
ότι η κατηγορούσα αρχή έχει παραλείψει έναν βασικό μάρτυρα από την λίστα μαρτύρων τους. | that the prosecution has omitted a key witness from their witness list. |