- 'Ήθελα να του παρέχω τα πάντα. | Well, I wanted to give him everything. Emma! |
- Σε παρακαλώ, πες μου ότι χαίρεσαι γιατί θα είναι χαρά μου να σου παρέχω ότι θέλεις. | - Joanie, please tell me this will make you happy, because it will make me happy to give you everything you want. |
Όταν γεννήθηκε η Ρόουζ, υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι θα έκανα ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατό για να της παρέχω μία καλή ζωή. | When Rose was born, I promised myself I'd do everything humanly possible to give her a good life. |
Αν αυτό είναι που θέλεις εμένα δουλειά μου είναι να σου παρέχω ότι θέλεις. | If that's what you want, and it's my job to give you what you want. |
Αν παρέχεις ποιοτική φροντίδα, Θα χρειαστείς και ποιοτικό φαγητό. | If you're gonna give quality care, you're gonna need some quality food. |
Αν συνεχίσεις να μου παρέχεις τις θρεπτικές ουσίες που χρειάζομαι, θα σε προστατεύσω από τα πάντα. | If you continue to give me the nutrients to live, I will fully protect you from anything. |
Δεν είναι προδοσία να παρέχεις φιλοξενία σε ταξιδιώτες. | It is not disloyal to give hospitality to travellers. |
Είναι ευθύνη σου να παρέχεις στους ασθενείς σου τις απαραίτητες πληροφορίες για να λάβουν τις αποφάσεις τους. | It's your responsibility to give your patients the information necessary to make an informed decision. |
"Η Μέγκαν και η 'ριελ έτρεξαν στο κρεβάτι η μαθήτρια ανταλλαγής έφτασε πρώτη, ενώ η δασκάλα μουσικής του Σπαζ του παρέχει εξωσχολική βοήθεια με το... το φλάουτό του." | "Megan and Ariel race to bed the exchange student first, "While Spazz's music teacher gives him after-hours help with his..." "... |
"διότι η ακρίβεια ενός νόμου... παρέχει τη δυνατότητα της παράκαμψής του. | "because the precision of the law gives a possibility to get around it. |
- Και τι θα κερδίσω εγώ; - Ένα ανοιχτό σύστημα. Που θα ανήκει σε μια ιδιωτική οντότητα, η οποία θα μας παρέχει εύλογη αποποίηση, ενώ θα συνεχίσουμε να προστατεύουμε τη χώρα μας από τρομοκρατικές επιθέσεις. | An open system, one owned by a private entity that gives us plausible deniability while we continue to protect our country from terrorist attacks. |
- Σειρά σου. - Νομίζω ότι έχεις παγιδευτεί στο καθεστώς που σου παρέχει ο εξορκισμός. | Your turn. –I think you're hooked on the status exorcism gives you. |
- Εμείς θα παρέχουμε κάλυψη. - Για τι ώρα είναι; | The group Kuipers handles the technical side, we as KP will give cover. |
- Θέλουμε να σας παρέχουμε την καλύτερη φροντίδα. | - We just wanna give you the best care. |
- Και θα τους την παρέχουμε. | And we will give it to them. |
Έχουμε βάλει τα δυνατά μας... για να παρέχουμε στην πόλη αξιοκρατική αυτοδιοίκηση... κι ο Γουέιντ μας κάνει να μοιάζουμε σαν ένα τσούρμο χαζούς. | We're trying our best to give the city a decent government... and Wade is making us look like a pack of fools. |
- Θα μας παρέχετε δηλαδή ζωές; | Oh, you're going to give us lives? |
Γιατί δεν μας παρέχετε το ευεργέτημα και των δύο απαντήσεων, Διοικητά; | Why not give us the benefit of both answers, Commander? |
Γιατρέ, θέλουμε απλά την ίδια φροντίδα που παρέχετε στους δικούς σας ανθρώπους. | Doctor, we just want the same care you give your own people. |
Δεν μπορείτε να μου παρέχετε κάτι τέτοιο. | You guys don't have the power to give me that. |
$40 εκ/ρια μπορούν να παρέχουν μια πολύ καλή ζωή. | $40 million can give a very good life. |
'Αρα, θα αναγκαστούν, σε γενικές γραμμές, να σου παρέχουν σωστή υποστήριξη, αλλιώς θα πας σε κάποιον άλλο. | So they are going to have to in general give you good support or you go to somebody else. |
'νθρωποι σαν αυτόν δεν παρέχουν μια καλή συμφωνία. | That kind of guys never give up on a good thing. |
Αλλά δεδομένου του τωρινού εμποδίου, πιθανών να μας παρέχουν ένα στοιχείο που δεν θα μπορούσαμε να το έχουμε μονοί μας. | But given our current obstacles, they might provide a lead we couldn't get on our own. |
Της παρείχες πνευματική καθοδήγηση. | You were giving her spiritual guidance. |
"Πρέπει να κόψω τα χέρια του" Όλα τα στοιχεία που θα παράσχετε για αυτόν τον τύπο Είναι, βεβαίως, ανεπίσημα. | And let me start by saying any information you give me here today is of course off the record. |
Εκεί λέει να μου παράσχετε ότι χρειάζομαι για να μπορέσω να βρω τον καλαμπουρτζή που μου άφησε αυτό. | It says there that you're to give me what I require so that I may find the chalker who left me that. |
Να τους παράσχετε οποιαδήποτε πληροφορία ζητήσουν. | You are to give whatever information they request. |
Τότε ας μου την παράσχετε. | Then give it to me. |
Έχουμε παράσχει ειδική εκπαίδευση, η οποία συνεχίζεται, στα στελέχη της Ναυτικής Υπηρεσίας Έρευνας Εγκλημάτων, ώστε αυτοί οι ανακριτές να μπορούν να... ανταποκρίνονται και να ερευνούν τέτοια εγκλήματα κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο. | - We have given specific training and continual training to our n.C.I.S., navy criminal investigative service, those investigators, on how best to, um, respond and to investigate those crimes. |
Αυτόματα θα είναι μία θέση μαριονέτων. Είναι εφικτό ο Ομπάμα να ασκήσει πραγματική εξουσία... όταν είναι προφανές ότι τον έχουν επιλέξει και του έχουν παράσχει τα πάντα οι κεφαλαιοκράτες; | It's automatically gonna be a puppet post. when he's obviously been chosen and given everything that he's got by these financiers? |
Γιατί ποτέ δεν έχω παράσχει συμβουλή σε πελάτη και δεν την ακολούθησε. | Because I have never given a customer a bad recommendation. - Realy? - Realy! |
Η δουλειά μας είναι να συνεχί- σουμε να δουλεύουμε από κοινού και να αλληλοϋποστηριζόμαστε παρέχοντας την καλύτερη δυνατή φροντίδα, όπως κάναμε πάντα. | Our job is to continue to work together and support each other in giving the great standard of care that we have always given. |
Κατά τη διάρκεια του απολογισμού σας, παραδέχθηκε δίνοντας ένα κινητό τηλέφωνο προς γνωστού τρομοκράτη, παρέχοντας εξοπλισμού, υλικών υποστήριξης. | During your debriefing, you admitted giving a cell phone to a known terrorist, providing equipment, material support. |
Το συμβούλιο έχει εκδώσει ένταλμα συγκατάθεσης... παρέχοντας στον Καγκελάριο την άδεια να προχωρήσει... σε μείωση πληθυσμού. | The council has already issued a writ of consent giving the chancellor permission to carry out the population reduction. |