Κατόπιν άρχισα να οργώνω, χρησιμοποιώντας τα νύχια μου. | Then I got down and started to plough, using nothing but my fingernails. |
Αν τους βάλεις μπρούμυτα... οργώνεις χωράφι. | If you held them face down, you could plough a field with them! |
Για όνομα του Θεού γιατί οργώνεις τον δρόμο; | Why in God's name have you ploughed this road, ha? |
Είσαι μόνο αρκετά καλή για να οργώνεις τα χωράφια στο χωριό σου. | You are only good enough to plough fields in your village. |
Ποιος οργώνει τη γη για να σπείρει; | Who ploughs the earth to sow the seeds? |
Το πλοίο οργώνει τα κύματα, υψώνεται και πέφτει, τα ξύλα του τρίζουν. | Oh, the ship ploughs through the waves, rising and plunging, her timbers creak. |
- Δεν είναι δουλειά για- - Αν μπορούμε να οργώνουμε μπορούμε να τραβάμε κανόνια. | - lf we can plough a field we can pull a cannon. |
Ελάτε, φίλοι που οργώνετε την θάλασσα κάντε εκεχειρία στην πλοήγηση διαλέξτε άλλο σταθμό... | Come, friends who plough the sea Truce to navigation, take another station... |
Πόσες φορές την όργωσες; | How many times have you ploughed her? |
Για εκατό εκατομμύρια χρόνια το ηλιακό σύστημα μετατράπηκε σε πεδίο βολής καθώς μια βροχή κομητών όργωσε το εσωτερικό του. | For a hundred million years, the solar system turned into a shooting gallery as a rain of comets ploughed through it. |
Ο Χάκαλα όργωσε τα χωράφια μας. | Hakala here ploughed our fields. |
Ο πατέρας μου την όργωσε, και είναι δική μου. | My father ploughed it, and it's mine! |
Την οργώσαμε και την σπείραμε, και θερίσαμε. | We ploughed it and sowed it, and harvested. |
Την οργώσαμε, τη σπείραμε και τη θερίσαμε. | We ploughed it, sowed it and harvested. |
Όμως οι πρώτοι άποικοι όργωσαν αυτό το χορτάρι και εξέθεσαν το ευαίσθητο έδαφος, το οποίο αποξηράνθηκε στον ήλιο. | But the first settlers ploughed over those grasses and exposed the delicate soil underneath, and that dried out in the sun. |
Toν περασμένo μήνα όργωνα και δεν έβρισκα τo δρόμo για τoν αχυρώνα. | Last month, I was ploughing I couldn't find my way back to the barn. |
'Οχι, Ρόθμαν. 'Ισως για λίγο καιρό, εγώ κι εσύ οργώναμε τα ίδια χωράφια αλλά εγώ έκανα πιο μεγάλο άλμα. | No, Rothman, you could say you and I were ploughing the same furrows for a while, but then I made the bigger leap. |
Ενισχύθηκε, οργώνοντας τα χωράφια. | It has been strengthened by ploughing the fields. |
Όπως έχουμε οργώσει για Το μικρό της Opel πήγαινε καλά. | As we ploughed on, the little Opel was going well. |
Κάνοντας αυτό το τραγικό περιστατικό πίσω μας Έχουμε οργώσει, και με το σούρουπο είχε φτάσει πρωτεύουσα της Ουκρανίας, το Κίεβο. | Putting this tragic incident behind us we ploughed on, and by nightfall had reached Ukraine's capital, Kiev. |