Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Οραματίζομαι (envisage) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
οραματίζομαι
οραματίζεσαι
οραματίζεται
οραματιζόμαστε
οραματίζεστε
οραματίζονται
Future tense
θα οραματισθώ
θα οραματισθείς
θα οραματισθεί
θα οραματισθούμε
θα οραματισθείτε
θα οραματισθούν
Aorist past tense
οραματίσθηκα
οραματίσθηκες
οραματίσθηκε
οραματισθήκαμε
οραματισθήκατε
οραματίσθηκα
Past cont. tense
οραματιζόμουν
οραματιζόσουν
οραματιζόταν
οραματιζόμαστε
οραματιζόσαστε
οραματίζονταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
οραματίσσου
οραματισθείτε
Perfective imperative mood
να οραματίζεσαι
οραματίζεστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

ονοματίζομαι
name

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'envisage':

None found.