Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Οξυγονώνομαι (oxygenate) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
οξυγονώνομαι
οξυγονώνεσαι
οξυγονώνεται
οξυγονωνόμαστε
οξυγονώνεστε
οξυγονώνονται
Future tense
θα οξυγονωθώ
θα οξυγονωθείς
θα οξυγονωθεί
θα οξυγονωθούμε
θα οξυγονωθείτε
θα οξυγονωθούν
Aorist past tense
οξυγονώθηκα
οξυγονώθηκες
οξυγονώθηκε
οξυγονωθήκαμε
οξυγονωθήκατε
οξυγονώθηκα
Past cont. tense
οξυγονωνόμουν
οξυγονωνόσουν
οξυγονωνόταν
οξυγονωνόμαστε
οξυγονωνόσαστε
οξυγονώνονταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
οξυγονώσου
οξυγονωθείτε
Perfective imperative mood
να οξυγονώνεσαι
οξυγονώνεστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'oxygenate':

None found.