Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Ονοματίζω (denominate) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
ονοματίζω
ονοματίζεις
ονοματίζει
ονοματίζουμε
ονοματίζετε
ονοματίζουν
Future tense
θα ονοματίσω
θα ονοματίσεις
θα ονοματίσει
θα ονοματίσουμε
θα ονοματίσετε
θα ονοματίσουν
Aorist past tense
ονομάτισα
ονομάτισες
ονομάτισε
ονοματίσαμε
ονοματίσατε
ονομάτισαν
Past cont. tense
ονομάτιζα
ονομάτιζες
ονομάτιζε
ονοματίζαμε
ονοματίζατε
ονομάτιζαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
ονομάτιζε
ονοματίζετε
Perfective imperative mood
ονομάτισε
ονοματίστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'denominate':

None found.