Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Ξυρίζομαι (shave) conjugation

Greek
37 examples
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
ξυρίζομαι
ξυρίζεσαι
ξυρίζεται
ξυριζόμαστε
ξυρίζεστε
ξυρίζονται
Future tense
θα ξυριστώ
θα ξυριστείς
θα ξυριστεί
θα ξυριστούμε
θα ξυριστείτε
θα ξυριστούν
Aorist past tense
ξυρίστηκα
ξυρίστηκες
ξυρίστηκε
ξυριστήκαμε
ξυριστήκατε
ξυρίστηκα
Past cont. tense
ξυριζόμουν
ξυριζόσουν
ξυριζόταν
ξυριζόμαστε
ξυριζόσαστε
ξυρίζονταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
ξυρίσου
ξυριστείτε
Perfective imperative mood
να ξυρίζεσαι
ξυρίζεστε

Examples of ξυρίζομαι

Example in GreekTranslation in English
Σε έξι μήνες μ' ένα χρόνο, δε θα μπορώ ούτε να ξυρίζομαι μόνος μου.Six months to a year from now, I won't even be able to shave myself.
Μου έμαθε να ξυρίζομαι... ξέρεις;He taught me how to shave...you know?
Δε χρειάζεται να ξυρίζομαι, επειδή δε βγαίνουν εδώ κι εδώ.I don't need to shave because it don't grow in right here and here.
- Γιατί δεν ξυρίζεσαι εκεί πέρα;Why don't you shave over there?
Ει, δεν ξυρίζεσαι ποτέ?Hey, don't you never take a shave?
Γιατί δεν ξυρίζεσαι... και θα προσπαθήσουμε ξανά.Why don't you shave... and we'll try it again.
Από εδώ και πέρα, θα ξυρίζεσαι και θα`σαι καθαρός, κάθε πρωί.From now on shave, clean every morning.
Πήγαινε πίσω στη δουλειά σου και συνέχισε να ξυρίζεσαι.Go back to your work. and keep shaved too.
Αυτές οι κυψέλες από μπετόν που είναι και πραγματικές κυψέλες, αποφασίζουν τι θα τρώμε, τι θα πίνουμε, τι θα οδηγούμε και τι θα καπνίζουμε, πώς θα ντυνόμαστε, ξυριζόμαστε, κοιμόμαστε και μυρίζουμε.In these steel and concrete beehives are born the ideas that decide what we will eat, drink, drive and smoke, and how we will dress, sleep, shave and smell.
Κι έτσι ξυριζόμαστε.And that's how we shave.
-Συγγνώμη. -Και ξυριζόμαστε κάθε μέρα.My officers and men shave every day.
Πρέπει, τουλάχιστον, να είμαστε... αρκετά ευπρεπείς ώστε να ξυριζόμαστε.Well, we should at least be decent enough to shave.
Είναι τόσο παλαβοί... που ξυρίζονται για να μην τους ενοχλούν τα μαλλιά στη μάχη!They shave their heads so their hair won't get in their eyes when they fight.
Δεν ξυρίζονται καν.They don't even shave yet.
Για άντρες που ξυρίζονται με μαχαίρια.A game for men who shave with knives.
Είναι για αργόσχολους που δεν ξυρίζονται.Get my drift? This is for rubber people who don't shave yet.
Είναι ωραία... πατέρας και γιος ξυρίζονται μαζί.See, this is nice-- father and son getting a shave together.
Θα 'παιρνα όρκο ότι ξυρίστηκα το πρωί.I could have sworn I shaved this morning.
Εχθές ξυρίστηκα.- I shaved yesterday.
Ούτε χθες ξυρίστηκα και δεν είπες τίποτα.I didn't shave yesterday and nobody said nothing.
Συγγνώμη, δεν ξυρίστηκα το πρωί.I'm sorry I didn't shave this morning.
Άλλαξα τα εσώρουχα μου και ξυρίστηκα.I changed my underwear and had a shave.
Μπα, Ντένι, ξυρίστηκες και ντύθηκες μια χαρά!Why Denny, you're all shaved and dressed up fancy!
Γιατί δεν ξυρίστηκες σήμερα;Come here. How come you didn't shave today?
Παρατήρησα ότι δεν ξυρίστηκες, πρόσφατα.I notice you haven't been shaved lately.
Είπες "Γιατί δεν ξυρίστηκες;"What you said was, "Why didn't you shave this morning?"
Επειδή απλώς ξυρίστηκες και έκανες μπάνιο... μην το παίζει μεγάλος και τρανός για τα πάντα.Just because you shaved and took a bath... don't be so high and mighty about everything.
Ο καημένος, ξυρίστηκε, έκανε μπάνιο κι ελπίζει να φύγουμε.Poor Zon! He faked and shaved and hope we will all go home!
Δεν ξυρίστηκε.He didn't shave.
Η Μερυλίν δεν ξυρίστηκε σήμερα το πρωίMarilyn didn't shave this morning.
Τότε γιατί ξυρίστηκε για να πάει βόλτα?Then why did he shave to go for a walk? Ma'am?
Βλέπεις αν ξυρίστηκε ή όχι.You see whether he shaved or not.
- Έλα, βγάλε το καπέλο και ξυρίσου.By the way, take off your hat, tidy yourself up and shave yourself!
Βρες δακτυλογράφο, πήγαινε να γράψεις στην ταράτσα και, ξυρίσου!Get the typewriter and go write on the terrace! And shave!
Έλα εδώ, ξυρίσου αργότερα.Come over here, you can shave later.
σήκω, πλύσου, ξυρίσου, ντύσου.get up, wash, shave, dress.
Όχι. Αγόρασε ένα κουστούμι και ξυρίσου.Buy yourself a suit and a shave.

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'shave':

None found.