Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Ξεχαρβαλώνομαι (shout) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
ξεχαρβαλώνομαι
ξεχαρβαλώνεσαι
ξεχαρβαλώνεται
ξεχαρβαλωνόμαστε
ξεχαρβαλώνεστε
ξεχαρβαλώνονται
Future tense
θα ξεχαρβαλωθώ
θα ξεχαρβαλωθείς
θα ξεχαρβαλωθεί
θα ξεχαρβαλωθούμε
θα ξεχαρβαλωθείτε
θα ξεχαρβαλωθούν
Aorist past tense
ξεχαρβαλώθηκα
ξεχαρβαλώθηκες
ξεχαρβαλώθηκε
ξεχαρβαλωθήκαμε
ξεχαρβαλωθήκατε
ξεχαρβαλώθηκαν
Past cont. tense
ξεχαρβαλωνόμουν
ξεχαρβαλωνόσουν
ξεχαρβαλωνόταν
ξεχαρβαλωνόμαστε
ξεχαρβαλωνόσαστε
ξεχαρβαλώνονταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
ξεχαρβαλώνου
ξεχαρβαλώνεστε
Perfective imperative mood
ξεχαρβαλώσου
ξεχαρβαλωθείτε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'shout':

None found.