- Αριστερά είπα! - Μην ξεφωνίζεις Μπράιαν. | Brian, don't you shout at me. |
Αν ξεπροβάλει, άρχισε να ξεφωνίζεις. | If he pops out, give me a shout. |
Σε θυμάμαι σε ένα σου κήρυγμα.... Να περπατάς στα χέρια σου και να ξεφωνίζεις! | I remember you preaching a sermon walking around on your hands, shouting your head off. |
Τα ψηλά, είναι χαμηλά, όταν παίρνεις, δίνεις ψιθυρίζεις, ξεφωνίζεις, πρόσεχε μην αμφιβάλλεις... | # Up is down Take is give # In is out Whisper, shout |
Μουρμουρίζει, ξεφωνίζει, χτυπιέται στα κάγκελα του κελιού του, αλλά πρέπει να ξέρει κάτι. | (coughs) (Beckett) He mumbles, He shouts, he throws himself against the bars, |
Οι άχαροι θέλουν να γεμίζουμε το κεφάλι μας με θόρυβο και ασυναρτησίες... για να μην ακούμε αυτά που εσείς ξεφωνίζετε, μέσα στο κεφάλι σας. | Mundanes want us to fill our heads with noise and babble so we won't hear what you're shouting at the top of your minds. |
Ζητωκραυγάζουν, ξεφωνίζουν και χτυπάνε τα πόδια τους. Δημιουργούν ένα φοβερό θόρυβο. | They halloo and shout, and drum their feet working up to a furious noise! |
Μετά την αγωνιώδη ριπή του ανέμου και το τελευταίο σπέρμα ξεφώνισε, | After the desperate scud, and the last sperm shouted, |
O ομιλών πρότεινε "Σερβιτορο-γκέιτ", αλλά τον ξεφώνισαν οι συνάδελφοι. | This reporter suggested "Waitergate," but was shouted down at the press club. Now, it's illegal to televise court proceedings in this state... |
Σκεφτήκαμε ότι ήσουν πολύ καλή... και οι ηλίθιοι που ξεφώνιζαν, τόσο κακοί. | We thought you were really good... and the idiots who were shouting, they were so wrong. |
Ο μπαμπάς να προσπαθεί να την κάνει να χορέψει σε ένα αρχαίο τραγούδι των Tears for Fears ξεφωνίζοντας. | Your dad's trying to make her dance to some ancient Tears for Fears song about shouting. |