- Ναι, θα ήθελα μια φρυγανιέρα που να να μπορεί να ξεπαγώνει κιόλας. | - I need a toaster that defrosts. |
Να τον ξεπαγώνουμε. | Well, defrost him. |
Ποιος γνωρίζει τι ξεπαγώνουμε εκεί; | Who knows what we're defrostin' in there? |
Τώρα τι κάνουμε, τον ξεπαγώνουμε; | Well, what do we do now, defrost him? |
Αυτό μου θυμίζει ότι ξεπάγωσα μία πίτα. | Oh, that reminds me, I defrosted a pie. |
Δεν την ξεπάγωσα. | I haven't defrosted it yet. |
Οπότε, μετακινήσατε όλα τα έπιπλα, και ξεπαγώσατε το δείπνο μας με τα ιδρωμένα χεράκια σας, για πλάκα; | So you moved back all the furniture and defrosted our dinner with your sweaty hands for a joke? Yeah, we did. |
'φησε την πόρτα του καταψύκτη ανοιχτή και ξεπάγωσαν τρόφιμα αξίας 80 δολαρίων. | She left the freezer door open and defrosted like $80 worth of groceries. |
Για να ξέρεις, ξεπάγωνα μια μπριζόλα εκεί μέσα. | FYI, I was defrosting a steak in there. |
Αφού ξεπαγώσει το γάλα, βγάλ' το από το φούρνο, βάλ' το στα μπουκάλια και κλείσ' τα. | Then after the milk is defrosted, take it out of the microwave, pour it into the bottles, seal them. |
Δεν θα μπορέσω να καθορίσω την αιτία θανάτου μέχρι να ξεπαγώσει τελείως, και αυτό μπορεί να πάρει ώρα. | I'''m not gonna be able to determine COD until he'''s completely defrosted, and that could take a while. |
Πρέπει να χουν ξεπαγώσει μέχρι τώρα. | It's probably defrosted by about now. |
Σου έχω ξεπαγώσει και πολύ ωραίο κέικ σοκολάτας. | There's really good chocolate cake I defrosted for you this morning. |
Ως αύριο πρέπει να έχει ξεπαγώσει η γαλοπούλα. | - I'm trying to get this turkey defrosted before tomorrow. - Whoop! |