Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Ξεκαλοκαιριάζω (kill) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
ξεκαλοκαιριάζω
ξεκαλοκαιριάζεις
ξεκαλοκαιριάζει
ξεκαλοκαιριάζουμε
ξεκαλοκαιριάζετε
ξεκαλοκαιριάζουν
Future tense
θα ξεκαλοκαιριάσω
θα ξεκαλοκαιριάσεις
θα ξεκαλοκαιριάσει
θα ξεκαλοκαιριάσουμε
θα ξεκαλοκαιριάσετε
θα ξεκαλοκαιριάσουν
Aorist past tense
ξεκαλοκαίριασα
ξεκαλοκαίριασες
ξεκαλοκαίριασε
ξεκαλοκαιριάσαμε
ξεκαλοκαιριάσατε
ξεκαλοκαίριασαν
Past cont. tense
ξεκαλοκαίριαζα
ξεκαλοκαίριαζες
ξεκαλοκαίριαζε
ξεκαλοκαιριάζαμε
ξεκαλοκαιριάζατε
ξεκαλοκαίριαζαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
ξεκαλοκαίριαζε
ξεκαλοκαιριάζετε
Perfective imperative mood
ξεκαλοκαίριασε
ξεκαλοκαιριάστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'kill':

None found.