Ξεζουμίζω (εκμεταλλεύομαι κάποιον/εξαπατώ) conjugation

Greek
This verb can also have the following meanings: εκμεταλλεύομαι κάποιονεξαπατώ, μεταλλεύομαι κάποιονεξαπατώ

Conjugation of eiti

εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
ξεζουμίζω
I εκμεταλλεύομαι κάποιον/εξαπατώ
ξεζουμίζεις
you εκμεταλλεύομαι κάποιον/εξαπατώ
ξεζουμίζει
he/she does εκμεταλλεύομαι κάποιον/εξαπατώ
ξεζουμίζουμε
we εκμεταλλεύομαι κάποιον/εξαπατώ
ξεζουμίζετε
you all εκμεταλλεύομαι κάποιον/εξαπατώ
ξεζουμίζουν
they εκμεταλλεύομαι κάποιον/εξαπατώ
Future tense
θα ξεζουμίσω
I will εκμεταλλεύομαι κάποιον/εξαπατώ
θα ξεζουμίσεις
you will εκμεταλλεύομαι κάποιον/εξαπατώ
θα ξεζουμίσει
he/she will εκμεταλλεύομαι κάποιον/εξαπατώ
θα ξεζουμίσουμε
we will εκμεταλλεύομαι κάποιον/εξαπατώ
θα ξεζουμίσετε
you all will εκμεταλλεύομαι κάποιον/εξαπατώ
θα ξεζουμίσουν
they will εκμεταλλεύομαι κάποιον/εξαπατώ
Aorist past tense
ξεζούμισα
I εκμεταλλεύομαιed κάποιον/εξαπατώ
ξεζούμισες
you εκμεταλλεύομαιed κάποιον/εξαπατώ
ξεζούμισε
he/she εκμεταλλεύομαιed κάποιον/εξαπατώ
ξεζουμίσαμε
we εκμεταλλεύομαιed κάποιον/εξαπατώ
ξεζουμίσατε
you all εκμεταλλεύομαιed κάποιον/εξαπατώ
ξεζούμισαν
they εκμεταλλεύομαιed κάποιον/εξαπατώ
Past cont. tense
ξεζούμιζα
I was εκμεταλλεύομαιing κάποιον/εξαπατώ
ξεζούμιζες
you were εκμεταλλεύομαιing κάποιον/εξαπατώ
ξεζούμιζε
he/she was εκμεταλλεύομαιing κάποιον/εξαπατώ
ξεζουμίζαμε
we were εκμεταλλεύομαιing κάποιον/εξαπατώ
ξεζουμίζατε
you all were εκμεταλλεύομαιing κάποιον/εξαπατώ
ξεζούμιζαν
they were εκμεταλλεύομαιing κάποιον/εξαπατώ
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
ξεζούμιζε
be εκμεταλλεύομαιing κάποιον/εξαπατώ
ξεζουμίζετε
εκμεταλλεύομαι κάποιον/εξαπατώ
Perfective imperative mood
ξεζούμισε
εκμεταλλεύομαι κάποιον/εξαπατώ
ξεζουμίστε
εκμεταλλεύομαι κάποιον/εξαπατώ

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'εκμεταλλεύομαι κάποιον/εξαπατώ':

None found.
Learning Greek?