Conjugation
Etymology
Blog
Get a Greek Tutor
Conjugation
Etymology
Blog
ξεζουμίζω
εκμεταλλεύομαι κάποιον/εξαπατώ
Conjugation
Details
Looking for learning resources?
Study with our courses!
Get a full Greek course →
Conjugation
of
ξεζουμίζω
This verb can also have the following meanings: εκμεταλλεύομαι κάποιονεξαπατώ, μεταλλεύομαι κάποιονεξαπατώ
Translation
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
ξεζουμίζω
I εκμεταλλεύομαι κάποιον/εξαπατώ
ξεζουμίζεις
you εκμεταλλεύομαι κάποιον/εξαπατώ
ξεζουμίζει
he/she does εκμεταλλεύομαι κάποιον/εξαπατώ
ξεζουμίζουμε
we εκμεταλλεύομαι κάποιον/εξαπατώ
ξεζουμίζετε
you all εκμεταλλεύομαι κάποιον/εξαπατώ
ξεζουμίζουν
they εκμεταλλεύομαι κάποιον/εξαπατώ
Future tense
θα ξεζουμίσω
I will εκμεταλλεύομαι κάποιον/εξαπατώ
θα ξεζουμίσεις
you will εκμεταλλεύομαι κάποιον/εξαπατώ
θα ξεζουμίσει
he/she will εκμεταλλεύομαι κάποιον/εξαπατώ
θα ξεζουμίσουμε
we will εκμεταλλεύομαι κάποιον/εξαπατώ
θα ξεζουμίσετε
you all will εκμεταλλεύομαι κάποιον/εξαπατώ
θα ξεζουμίσουν
they will εκμεταλλεύομαι κάποιον/εξαπατώ
Aorist past tense
ξεζούμισα
I εκμεταλλεύομαιed κάποιον/εξαπατώ
ξεζούμισες
you εκμεταλλεύομαιed κάποιον/εξαπατώ
ξεζούμισε
he/she εκμεταλλεύομαιed κάποιον/εξαπατώ
ξεζουμίσαμε
we εκμεταλλεύομαιed κάποιον/εξαπατώ
ξεζουμίσατε
you all εκμεταλλεύομαιed κάποιον/εξαπατώ
ξεζούμισαν
they εκμεταλλεύομαιed κάποιον/εξαπατώ
Past cont. tense
ξεζούμιζα
I was εκμεταλλεύομαιing κάποιον/εξαπατώ
ξεζούμιζες
you were εκμεταλλεύομαιing κάποιον/εξαπατώ
ξεζούμιζε
he/she was εκμεταλλεύομαιing κάποιον/εξαπατώ
ξεζουμίζαμε
we were εκμεταλλεύομαιing κάποιον/εξαπατώ
ξεζουμίζατε
you all were εκμεταλλεύομαιing κάποιον/εξαπατώ
ξεζούμιζαν
they were εκμεταλλεύομαιing κάποιον/εξαπατώ
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
ξεζούμιζε
be εκμεταλλεύομαιing κάποιον/εξαπατώ
ξεζουμίζετε
εκμεταλλεύομαι κάποιον/εξαπατώ
Perfective imperative mood
ξεζούμισε
εκμεταλλεύομαι κάποιον/εξαπατώ
ξεζουμίστε
εκμεταλλεύομαι κάποιον/εξαπατώ
Further details about this page
LOCATION
Cooljugator
/
Greek
/
ξεζουμίζω
Back to Top