- Γαμώτο, πρέπει να το ξανακάνω. | Damn, I have to redo - this interview. |
Δεν πρόκειται να ξανακάνω αυτό το λάθος. | I'm not about to redo that mistake. |
Εγώ πραγματικά συνειδητοποίησα ότι πριν από δύο χρόνια, αλλά έπρεπε να ξανακάνω μπάνιο μου. | I actually realized that two years ago, but I had to redo my bathroom. |
Και πρέπει να ξανακάνω όλες τα βήματα απ' την αρχή; | And I'm just supposed to redo all the steps? |
Και τώρα θες να ξανακάνω όλη αυτή τη σκληρή δουλειά; | And now you want me to redo all this hard work? |
- Μάλιστα κύριε. - Κι εσύ θα ξανακάνεις αυτήν την αναφορά! | -Candidate, you will redo this report. |
- Μπορείς να το ξανακάνεις; | - Could you redo that? - Yeah. |
΄Ισως οδυνηρό, αλλά θα χρειαστεί να ξανακάνεις τεστ πατρότητας. | Now, for starters, and this may be painful, you need to redo the paternity test. |
Όταν θα το κάνεις πρέπει να ξανακάνεις τον Κλάρκσον. | While you're at it, you gotta redo Clarkson's. |
Αν λέει να την ξανακάνεις, πρέπει να την ξανακάνεις. | Well, if she says redo it, you better redo it. |
" Η αιτία το μπάνιο που είναι ένα μέρος όπου μπορείτε απλά να παραμείνετε, 10 λεπτά για να κάνετε ένα ντους, να βουρτσίζετε τα δόντια σας έτσι δεν πρέπει να αξίζει πολλά... αλλά, ξέρετε, σκεφτόμαστε να ξανακάνουμε το μπάνιο μας, σωστά, έτσι.. | 'Cause bathroom is a place where you just spend, like, 10 minutes to take shower, brush your teeth so it doesn't have to be very... but, you know, how much money people are.... because I can't...yhm... because we are thinking about redoing our bathroom, right, so.. in my mind... it's very interesting |
- Δεν μπορούμε να το ξανακάνουμε; | Can't we redo it? |
- Τότε θα τα ξανακάνουμε. | - Well, we'll redo them. |
Αλλιώς θα θολώσεις τις εικόνες και θα πρέπει να ξανακάνουμε όλη τη διαδικασία. | Otherwise you will blur the images and we will have to redo this entire procedure. |
Γιατί πρέπει να ξανακάνουμε το αγγειόγραμμα; | Why do we have to redo the angiogram? |
Έχουν όλα αυτά makeover δείχνει τώρα, και νομίζω ότι μπορώ να ξανακάνετε κουζίνα μας δεν είναι πολλά χρήματα. | They have all these makeover shows now, and I think I can redo our kitchen for not that much money. |
Να το ξανακάνετε... και υποθέτω πως το χρειάζομαι άμεσα. | This is a total redo and I'm assuming I need it right away. |
Πρέπει να το ξανακάνετε. | You'll have to redo it. |
Μπορούν να ξανακάνουν... | Well, they can redo... |
Πρέπει να την ξανακάνουν. | It has to be redone. |
Νόμιζα ότι θα ξανακάναμε τη φλεβογραφία. | I thought you were redoing the venogram. |
Κάμερον, κοίτα την πάλι και ξανακάνε τις εξετάσεις της εντατικής. | Cameron, check out the dorm, and redo the ER labs. |
Φόρμαν, ξανακάνε την εξέταση. | Foreman, redo the test. |
Τώρα που τις έχω ξανακάνει πιστεύω πως είναι από τις καλύτερες δουλειές μου. | Now that I've redone them, I think they're some of my best work. |
Προ... προσπαθώ να καλυτερέψω μια άλλη φορά τα πράγματα... ξανακάνοντας το νούμερο δύο άλμπουμ. | I'm, uh, avoiding the sophomore slump, redoing album number two. |