Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Νομιμοποιώ (legalize) conjugation

Greek
7 examples

Conjugation of νομιμοποιώ

εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
νομιμοποιώ
I legalize
νομιμοποιείς
you legalize
νομιμοποιεί
he/she does legalize
νομιμοποιούμε
we legalize
νομιμοποιείτε
you all all legalize
νομιμοποιούν
they legalize
Future tense
θα νομιμοποιήσω
I will legalize
θα νομιμοποιήσεις
you will legalize
θα νομιμοποιήσει
he/she will legalize
θα νομιμοποιήσουμε
we will legalize
θα νομιμοποιήσετε
you all all will legalize
θα νομιμοποιήσουν
they will legalize
Aorist past tense
νομιμοποίησα
I did legalize
νομιμοποίησες
you did legalize
νομιμοποίησε
he/she did legalize
νομιμοποιήσαμε
we did legalize
νομιμοποιήσατε
you all all did legalize
νομιμοποίησα
they did legalize
Past cont. tense
νομιμοποιούσα
I was legalizing after
νομιμοποιούσες
you were legalizing after
νομιμοποιούσε
he/she was legalizing after
νομιμοποιούσαμε
we were legalizing after
νομιμοποιούσατε
you all all were legalizing after
νομιμοποιούσαν
they were legalizing after
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
νομιμοποίσου
you legalize!
νομιμοποιήστε
you all be legalizing after!
Perfective imperative mood
να νομιμοποιείς
you be legalizing after!
νομιμοποιείτε
you all be legalizing after!

Examples of νομιμοποιώ

Example in GreekTranslation in English
Tώρα που νομιμοποιούν τον τζόγο, κατέβα ως Νεβάδα.In honor of legalized gambling, why not go as the state of Nevada?
Η μητέρα μου νομιμοποίησε την απαγωγή.My mother legalized kidnapping:
Ανακαλύψτε πώς το 1979 ο Μπιφ... με παρασκηνιακές ενέργειες νομιμοποίησε τον τζόγο... και μετέτρεψε το ερειπωμένο δικαστήριο του Χιλ Βάλευ... σε ένα πανέμορφο ξενοδοχείο καζίνο.Discover how in 1979... Biff successfully lobbied to legalize gambling... and turned Hill Valley's dilapidated courthouse... into a beautiful casino hotel.
Εσύ ο αστυνομικός που το νομιμοποίησε.You the police that legalized it.
Τελικά το 2005 η Παραγουάη νομιμοποίησε τους λαθραίους σπόρους για να περισώσει τις εξαγωγές σόγιας της στην Ευρώπη όπου η σήμανση των GMO είναι υποχρεωτική.In 2005, Paraguay finally legalized these smuggled crops to save their soybean exports to Europe where labelling GMOs is obligatory.
Αυτό σημαίνει ότι... τώρα που η Ν. Υόρκη νομιμοποίησε τους ομοφυλοφιλικούς γάμους...Now that New York has legalized gay marriage...? Yeah.
Τελικά το νομιμοποιήσαμε, γι' αυτό φαντάσου τις αντιδράσεις.We finally got it legalized, so imagine the backlash.

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'legalize':

None found.