Τώρα, θέλω να σ' ακούσω να νιαουρίζεις σαν γάτα. | Now, I want to hear you meow like a cat. |
Προσθέστε ότι νιαουρίζει κιόλας. Εσείς μένατε μαζί της. | Add that it meows now and again. |
Ας αρχίσουμε να νιαουρίζουμε. | - Come on. Let's all start meowing. |
Αν δεν ηρεμίσετε, θα καταλήξετε να νιαουρίζετε σε θάλαμο τρελάδικου. | If you don't let up, you're going to meow yourself into a padded cell. |
Έβλεπα ελειποβαρείς γυναίκες με λεοπάρ να σέρνονται στο δωμάτιο και να νιαουρίζουν. | I've been watching two dozen underweight women in leotards crawling around the room meowing. |
Ανθρώπους να βήχουν, καυγάδες, και γάτες να νιαουρίζουν. | Coughs and fights and cats meowing. |
Για όνομα του Θεού... θα νιαουρίζουν μέχρι να τον βρουν! | For God's sake, they'll meow until they find him! |
Η γυναίκα και ο γιος σου νιαουρίζουν όλη την ημέρα! | That woman and your son meowing all day long! |
Και οι γάτες νιαουρίζουν | And the cats meow |
Δεν υπάρχει περίπτωση να νιαούρισα. | There's no way I just meowed. |
Είμαι εντελώς σίγουρος ότι νιαούρισες, μάγκα. | I'm pretty sure you just meowed, dude. |
Ναι, νιαούρισε. | Yes, meowed. |
Μου νιαούριζε στο παράθυρο μου μέσα στην μέση της νύχτας. | It was meowing at my window in the middle of the night. |
Δεν ήσουν εκεί να δεις το προσωπάκι της που με κοίταζε νιαουρίζοντας για γάλα και ζεστασιά και καταφύγιο, ήσουν Γκαρθ; | Yeah, well, you weren't there to see its little face looking up at me meowing for milk and warmth and shelter, were you, Garth? |
Προχώρησε, νιαουρίζοντας και κοιτώντας εκείνα τα δύο σκυλιά... που, ευτυχώς, είχαν κάτω τα κεφάλια τους. | It advanced, still meowing, looking at those 2 dogs... who fortunately had their heads down. |
Την έκανα να νιαουρίσει κιόλας. | She actually meowed. |